30 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Barbie: Η πριγκίπισσα & η ποπ σταρ

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Barbie: The princess & the popstar


Η υπόθεση
Η Tori (φωνή: Kelly Sheridan) είναι μια πριγκίπισσα που το όνειρό της ήταν κάποια μέρα να γίνει pop star. Η Keira (φωνή: Ashleigh Ball), πάλι, είναι μια pop star που όνειρό της ήταν να γίνει κάποια μέρα πριγκίπισσα. Οι δυο τους θα συναντηθούν σε μια εκδήλωση του παλατιού, θα γίνουν οι καλύτερες φίλες και θα συμφωνήσουν ν' αλλάξουν θέσεις για μια μέρα ή και για περισσότερο...

Η κριτική
Η ταινία απευθυνόμενη σε κοριτσάκια προσχολικής, κυρίως, ηλικίας, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα δομημένη. Όλα τα θηλυκά πιτσιρίκια αυτής της ηλικίας θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν είτε πριγκίπισσες, είτε pop stars κι αυτή η ταινία συνδυάζει και τους δυο χαρακτήρες.
Το θέμα της αντικατάστασης μπορεί να το έχουμε ξαναδεί με πολύ μεγάλη επιτυχία σε παιδικές ταινίες με πραγματικούς ηθοποιούς, με τη διαφορά ότι αυτές οι ταινίες απευθύνονται σε παιδάκια όλων των ηλικιών κι ανεξαρτήτως φύλου. Η "Barbie: Η πριγκίπισσα & η ποπ σταρ" είναι μια ταινία καθαρά κοριτσίστικη που απευθύνεται αποκλειστικά σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας.
Γεμάτη από τραγούδια, χορευτικά, μαγικές χτένες, μαγικά μικρόφωνα, μαγικούς κήπους, μαγικά φυτά, σκυλάκια που μιλάνε, ρούχα και παπούτσια, καταφέρνει να καταπλήξει τους μικρούς μας φίλους, των οποίων οι απαιτήσεις δεν είναι ιδιαιτέρα υψηλές.
Όντας μια ταινία στα πρότυπα των προηγούμενων ταινιών της Barbie, τα γραφικά της δεν είναι καλύτερα απ' αυτά ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού, οι διάλογοί της είναι όσο πιο απλοί θα μπορούσαν να είναι, η εξέλιξή της προβλέψιμη και στο σύνολό της, σαφώς και δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ταινία υψηλών προδιαγραφών. Παρόλα αυτά, λόγω των τραγουδιών, των χρωμάτων και του υπερθεάματος που παρουσιάζει, μπορεί να παρακολουθηθεί εύκολα από το ενήλικο κοινό που θα συνοδεύσει τους μικρούς μπόμπιρες.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, παραγωγής του 2012, σε σενάριο των Steve Granat και Cydne Clark και σκηνοθεσία του Ezekiel Norton, διάρκειας 86 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kelly Sheridan και Ashleigh Ball.

Οι σύνδεσμοι

(2008) Φθινόπωρο

Πρωτότυπος τίτλος: Sonbahar
Αγγλικός τίτλος: Autumn


Η υπόθεση
Ο Yusuf (Onur Saylak) μετά από δέκα χρόνια πολιτικής κράτησης αποφυλακίζεται, για ιατρικούς λόγους, κι επιστρέφει στο χωριό του, κάπου στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί θα βρει να τον περιμένει μονάχα η γριά κι άρρωστη μητέρα του κι ο παιδικός του φίλος, Mikail (Serkan Keskin). Κατά την παραμονή του στο χωριό, θα γνωρίσει την Eka (Megi Kobaladze), μια όμορφη γυναίκα από την Γεωργία που μέσω της πορνείας προσπαθεί να βγάλει χρήματα για να συντηρήσει την μητέρα και την κόρη της. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση συμπάθειας κι αγάπης. Μια ταινία αφιέρωμα στα όμορφα παιδιά των ανυπόμονων καιρών που δεν κυνήγησαν ποτέ τα όνειρά τους.

Η κριτική
Το "Φθινόπωρο" θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί ως μια από τις ομορφότερες ποιητικές ταινίες που έχει βγάλει ο κινηματογράφος. Σ' αυτήν, δεν υπάρχει κάποιο μήνυμα που πρέπει να φτάσει στον παραλήπτη, είναι μια ταινία που μιλά μέσω της μουσικής και της φωτογραφίας της κι απευθύνεται στον καθένα μας ξεχωριστά.
Στην ταινία του αυτή, ο Özcan Alper, καταφέρνει να συνδυάσει έξοχα το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της Τουρκίας με το ηθογραφικό στοιχείο διαφόρων, ξεχασμένων απ' το Θεό, τόπων της χώρας του. Χωρίς ο ίδιος να ασκεί κάποιου είδους κριτική στα πολιτικά πεπραγμένα της χώρας του, προβάλλοντας απλώς ντοκουμέντα, αφήνει τη δυνατότητα στο θεατή να κρίνει τα γεγονότα που του παρουσιάζονται, όπως εκείνος νομίζει. Ακριβώς την ίδια τακτική ακολουθεί και με τη νοοτροπία των ανθρώπων στα χωριά. Ο Alper απλώς τους εμφανίζει, δεν τους αναλύει, αφήνει τη δουλειά αυτή στον θεατή.
Οι άνθρωποι που θα γνωρίσουμε στο αριστούργημα αυτό, είναι είτε φτωχοί γερασμένοι άνθρωποι που δεν έχουν τη δυνατότητα, πια, να αποδράσουν από την υπέροχη αυτή γη, είτε νέοι άνθρωποι που φοβούμενοι να κυνηγήσουν ένα καλύτερο μέλλον, συμβιβάζονται με ό,τι μπορεί να τους προσφέρει το παρόν, αφήνοντας τα όνειρά τους στην άκρη. Ακόμα κι ο Yusuf, όμως, που έχει κυνηγήσει τα όνειρά του κι έχει πληρώσει γι' αυτά με τη στέρηση της ελευθερίας του, θα δούμε ότι γυρίζοντας στην πατρίδα του, έχει πλέον χάσει την ταυτότητά του. Τα δέκα χρόνια που πέρασε στις φυλακές, τον κάνουν να μοιάζει με ξένο και τρελό, στα μάτια των συγχωριανών του.
Στην ταινία δεν θα δούμε την αντιθετική δύναμη του καλού και του κακού. Υπάρχουν μόνο οι άνθρωποι κι η μοναξιά τους. Παρόλα αυτά όμως, το "Φθινόπωρο" δεν αποτελεί την επιτομή του πεσιμισμού, όπως πολύ εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρει μια νότα αισιοδοξίας, αφού παρουσιάζει, παράλληλα με την παραίτηση και τον συμβιβασμό, την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να προσπαθεί να βρει την ευτυχία, ακόμα και σε καταστάσεις προαποφασισμένες, όπως ο θάνατος. Ακόμα και στο χείλος του γκρεμού, όσο ο άνθρωπος αναπνέει, πάντα θα έχει τη θέληση να ζει και να ελπίζει.
Εντύπωση, κάνουν επίσης κι οι σκηνές που παρεμβάλλονται, μέσω της τηλεόρασης. Θα δούμε κινούμενα σχέδια, καλλιτεχνικό πατινάζ, αλλά και την τελευταία σκηνή από τον "Θείο Βάνια" του Anton Chekhov, η οποία λειτουργεί περισσότερο σαν σκηνή-κλειδί για την έκβαση και συμπλήρωση της ιστορίας. Ο Alper θα επιλέξει να κλείσει την ταινία του, προβάλλοντας ένα χειμωνιάτικο χιονισμένο τοπίο με τη συνοδεία ενός μοιρολογιού, μια σκηνή που με την απλότητά της θα συγκλονίσει το θεατή.
Το "Φθινόπωρο" του Özcan Alper είναι ένα πορτραίτο της ανθρώπινης ψυχής και της τούρκικης επαρχίας, που δικαίως έχει βραβευτεί κι επαινεθεί από αρκετά φεστιβάλ. Όντας μια ταινία αργή, αλλά με υπέροχη φωτογραφία και ρεαλιστικούς χαρακτήρες, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ του κινηματογραφικού χώρου, αλλά πιθανώς να είναι κατάλληλη και για όσους τους ελκύει η γνωριμία με τον πολιτισμό μιας Τουρκίας στο περιθώριο των συνόρων της.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Τούρκικο δράμα του 2008, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Özcan Alper, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Onur Saylak, Megi Kobaladze, Serkan Keskin και Raife Yenigül.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

28 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Αγάπη

Πρωτότυπος τίτλος: Amour
Αγγλικός τίτλος: Love


Η υπόθεση
Η Anne (Emmanuelle Riva) κι ο Georges (Jean-Louis Trintignant) είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πρώην καθηγητών μουσικής. Στη ζωή τους όλα κυλούν φυσιολογικά, ώσπου, κάποια μέρα, η Anne θα χάσει για λίγα λεπτά την επαφή της με το περιβάλλον. Μετά από ένα αποτυχημένο χειρουργείο, η Anne, θα μείνει ανάπηρη από τη δεξιά της πλευρά. Φοβούμενη τους γιατρούς και τα νοσοκομεία βάζει τον Georges να της υποσχεθεί ότι δεν θα την ξαναστείλει εκεί κι ο Georges δεν απαντά. Έχοντας, πια, ως μοναδική υποχρέωση την φροντίδα της γυναίκας του, ο Georges, θα συνοδεύσει την Anne μέχρι το τέλος της.

Η κριτική
Η "Αγάπη" είναι μια ταινία, πολύ δυνατή, που καταφέρνει να μιλήσει γι' αγάπη, χωρίς να χρειάζεται να κάνει την παραμικρή αναφορά στον όρο αυτό. Στις δυο ώρες που έχει διάρκεια, μόνο σε μια φράση θα αναφερθεί η έννοια της αγάπης κι αυτή δεν θα είναι από το στόμα των πρωταγωνιστών. Η Anne κι ο Georges, δεν μιλούν για το συναίσθημα αυτό, αλλά μπορεί κανείς πολύ εύκολα να το εντοπίσει στις κινήσεις, στις εκφράσεις, στα μάτια, στις σκέψεις, στη συμπεριφορά τους.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ταινία καταφέρνει να μιλήσει για αγάπη, με την ταυτόχρονη απουσία της λέξης, θα δούμε τον Haneke να μιλά για μουσική μόνο μέσω των σκηνών όπου υπάρχει μουσική στο χώρο που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές. Ο τρόπος που έχει επιλέξει ο μεγάλος Αυστριακός σκηνοθέτης, να χρησιμοποιήσει τη μουσική, σ' αυτή του την ταινία, είναι μαγευτικός. Ακόμα κι οι τίτλοι αρχής και τέλους, δεν συνοδεύονται, έστω, από μια μελωδία. Η μόνη σκηνή, στην οποία θα υπάρξει μουσική εκτός πλάνου, θα είναι η πρώτη νύχτα που θα τους παρακολουθήσουμε, μετά από ένα κονσέρτο και πριν την αρχή της περιπέτειας του ζεύγους. Ίσως με αυτόν τον τρόπο, ο Haneke, να θέλει να δείξει την αρμονία που υπήρχε στη ζωή των ηλικιωμένων πρωταγωνιστών του πριν το επεισόδιο της Anne.
Η ταινία, ομολογουμένως, στο μεγαλύτερο μέρος της, κινείται με αργούς ρυθμούς, οι οποίοι μπορεί να μην κουμπώνουν ιδιαίτερα με το στυλ του Haneke, αλλά ταιριάζουν απόλυτα στο ηλικιωμένο ζευγάρι που το κοινό καλείται να παρακολουθήσει. Επίσης, οι ιστορίες ηλικιωμένων ανθρώπων που ο ένας αποκτά την ευθύνη και των δυο, συμφωνώ ότι δεν είναι κάτι ξένο, που χρειαζόμαστε μια ταινία να μας την εξιστορήσει. Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε ακούσει ή ακόμα και βιώσει κάτι ανάλογο κι αποτελεί μια κοινή, για τη σημερινή εποχή, θεματική ενότητα.
Παρόλα αυτά, αξίζει κάποιος να δει την ταινία, πολύ απλά γιατί ο λόγος για τον οποίο, ο Georges, μένει κι επιμένει, δεν είναι από υποχρέωση, αλλά από καθαρή κι αγνή αγάπη κι αυτό το συναίσθημα, ο μόνος τρόπος να το παρουσιάσει κανείς σ' όλο του το μεγαλείο, είναι δείχνοντας εικόνες από μια καθημερινότητα, της οποίας η φθορά δεν τον αγγίζει. Ο Georges χωρίς την Anne, δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κοινής συμβίωσης, θα δούμε τον Georges, ο οποίος υποχρεώνεται τώρα να ζει και για τους δυο τους, να αφηγείται στην Anne ιστορίες από το παρελθόν του, τις οποίες ποτέ πριν δεν της έχει διηγηθεί.
Ο Haneke, μ' αυτή του την ταινία, καταφέρνει να συνθέσει ένα ποίημα, ή καλύτερα ένα μουσικό κονσέρτο για τις ανθρώπινες σχέσεις και το βάθος που μπορεί να έχουν αυτές. Είναι, ομολογουμένως, εξαιρετικά εύκολο, μέσα από μια ιστορία ανθρώπων που έχουνε ζήσει μαζί όλη τους τη ζωή να καταφέρεις να συγκινήσεις το θεατή. Είναι, όμως, εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρεις να το πετύχεις αυτό, δείχνοντάς τους στο σήμερα, χωρίς αναδρομές στο κοινό τους παρελθόν, χωρίς, δηλαδή, να δείξεις τον έρωτα που σταδιακά έγινε αγάπη. Κι αυτό είναι το στοιχείο που αναδεικνύει τη μαεστρία του Αυστριακού σκηνοθέτη, που του ανοίγει τις πόρτες, διάπλατα, για βραβεία και διθυραμβικές κριτικές και που κάνει την ταινία του ξεχωριστή.
Μέσα από μια αφήγηση του Georges, θα τον ακούσουμε να λέει "Δεν θυμάμαι την ταινία, αλλά τα συναισθήματα". Ακριβώς αυτός είναι κι ο σκοπός ολόκληρης της ταινίας. Δεν είναι ένα σύνολο που στοχεύει σε αποτύπωση συγκεκριμένων σκηνών, αλλά σε μια ενιαία αίσθηση, από την οποία θ' αποκομίσεις κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό. Υπάρχουν βέβαια, διασκορπισμένες, σκηνές που θα μείνουν στο μυαλό ως ρομαντικές εικόνες, όπως για παράδειγμα οι αναγκαίες μεταφορές της Anne που θυμίζουν χορό ή η σκηνή με το περιστέρι που το "ελευθερώνει" ο Georges, αλλά είναι λίγες και λειτουργούν συμπληρωματικά.
Όντας η φετινή νικήτρια του Χρυσού Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια άριστη πρόταση για όλους τους σινεφίλ του κινηματογράφου. Παράλληλα είναι μια από τις πιο όμορφες προτάσεις, όχι μόνο του φετινού χειμώνα, για κάποιον που θέλει να δει μια διαφορετική ιστορία αγάπης και μπορεί ν' αντέξει τους, λίγο, αργούς ρυθμούς του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου που στο τέλος θα αντικατασταθούν από την υπογραφή του Michael Haneke.

Βαθμολογία: 5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Michael Haneke, διάρκειας 127 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Jean-Louis Trintignant, Emmanuelle Riva και Isabelle Huppert.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

26 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Η αδελφή μου

Πρωτότυπος τίτλος: L'enfant d'en haut
Αγγλικός τίτλος: Sister


Η υπόθεση
Ο Simon (Kacey Mottet Klein) είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι που ζει με την αδελφή του, την Louise (Léa Seydoux), σε μια βιομηχανική περιοχή, κάτω από ένα Ελβετικό χιονοδρομικό κέντρο. Παρά το μικρό της ηλικίας του, ο Simon είναι αυτός που συντηρεί οικονομικά την Louise και το σπίτι στο οποίο μένουν. Έχοντας πρόσβαση στο Ελβετικό θέρετρο, ο μικρός Simon, έχει την ευκαιρία να εκτελέσει διάφορες μικροκλοπές σε βάρος των πλουσίων επισκεπτών του και, πουλώντας έπειτα τα κλοπιμαία, να εξασφαλίσει τ' απαραίτητα.

Η κριτική
"Η αδελφή μου" είναι μια ταινία που παρουσιάζει ένα παιδί ενήλικα στη σκέψη, με τις ανάγκες ενός μικρού αγοριού. O Simon όντας υπεύθυνος για την επιβίωση του εαυτού του, αλλά και της μεγαλύτερης αδελφής του, που δεν έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια της, θα γίνει η αφορμή για να δειχθούν οι διάφορες σχέσεις και συμπεριφορές, τόσο στην οικογένεια, όσο και στις συναναστροφές του με τον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίες σίγουρα θα μας προβληματίσουν.
Η ταινία, αν και δραματική, έχει έναν πολύ έντονο κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς μας παρουσιάζει ένα ανήλικο αγόρι, για το οποίο κανένας, απ' όσους βρίσκονται ή περνάνε από τη ζωή του, δεν έχει στην πραγματικότητα ενδιαφερθεί. Όλοι έρχονται και προσπερνάνε στη ζωή αυτού του παιδιού. Το γεγονός αυτό, μας κάνει να περιμένουμε να δούμε έναν εύθραυστο χαρακτήρα, ένα παιδί με συμπεριφορά παιδιού. Αντ' αυτού όμως, απέναντί μας θα σταθεί ένας μικρός ήρωας που θα μας κάνει ν' αναρωτηθούμε από πού αντλεί αυτή του τη δύναμη.
Η αλήθεια είναι ότι η ταινία, πιθανότατα, θα θυμίσει στον θεατή διάφορες άλλες ταινίες κοινωνικού περιεχομένου με παιδιά. Από κάποιες είναι καλύτερη, από κάποιες άλλες κατώτερη, αλλά σημασία έχει ότι καταφέρνει με τον τρόπο της να κάνει τον θεατή να μπει στη θέση του μικρού πρωταγωνιστή και να συμμετάσχει, μαζί του, στην εξέλιξη της ιστορίας. Εκπλήσσει και συγκινεί, αλλά με μια ρεαλιστική ματιά, που για κάποιους μπορεί να είναι αισιόδοξη, για κάποιους απαισιόδοξη.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι άκρως ικανοποιητικές, με τον μικρό Kacey Mottet Klein, να αναδεικνύει τον χαρακτήρα του Simon, ακριβώς όπως τον φανταζόμαστε. Έκπληξη αποτελεί η συμμετοχή της Gillian Anderson, που αν και μικρή, είναι αρκετή για να βοηθήσει τον Simon ν' αναδείξει περισσότερο την παιδική του ανάγκη να βρεθεί κοντά σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η φωτογραφία κι η μουσική, εδώ, αν και δεν παίζουν κυρίαρχο ρόλο, υπάρχουν περισσότερο ως συμπλήρωμα της αίσθησης που δημιουργούν κι αφήνουν οι χαρακτήρες στο κοινό.
Μια πολύ όμορφη και γλυκό-πικρη ιστορία, που αποτελεί μια καλή πρόταση για όσους θέλουν να δούνε μια ταινία κοινωνικού χαρακτήρα και δεν έχουν κουραστεί να βλέπουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο μικρά παιδιά, που ζουν στο σήμερα ελπίζοντας και προσπαθώντας με το δικό τους τρόπο, για ένα καλύτερο αύριο.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλικό κοινωνικό δράμα του 2012, σε σενάριο των Antoine Jaccoud, Ursula Meier και Gilles Taurand και σκηνοθεσία της Ursula Meier, διάρκειας 100 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Kacey Mottet Klein, Léa Seydoux, Martin Compston και Gillian Anderson.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Looper: Αντιμέτωποι με το χρόνο

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Looper


Η υπόθεση
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο 2042 και κεντρικός ήρωας είναι ο Joe (Joseph Gordon-Levitt), ένας νεαρός "looper" ή πιο απλά ένας ακριβοπληρωμένος δολοφόνος της μαφίας. Η δουλειά των "loopers", των δολοφόνων της μαφίας δηλαδή, είναι πολύ απλή: Περιμένουν σ' ένα συγκεκριμένο σημείο, μια συγκεκριμένη ώρα, να εμφανιστεί ο στόχος και τον εκτελούν. Η διαφορά τους με τους κοινούς δολοφόνους, είναι ότι οι δικοί τους στόχοι προέρχονται από το μέλλον, όπου θα έχει εφευρεθεί η μεταφορά στο χρόνο. Όντας, βέβαια, προϊόντα της μαφίας και γνωρίζοντας για τις δολοφονίες, αλλά και την παράνομη μεταφορά ανθρώπων στον χωρο-χρόνο, κάποια στιγμή θα πρέπει κι οι ίδιοι να βγουν απ' τη μέση. Γι' αυτό το λόγο, στο συμβόλαιό τους, αναγράφεται πως ο τελευταίος φόνος του καθενός θα είναι η "θηλειά (loop)" του ή αλλιώς ο μελλοντικός του εαυτός. Με τη λήξη του συμβολαίου, ο κάθε "looper" παίρνει ένα αξιοσέβαστο ποσό κι είναι ελεύθερος να ζήσει τα υπόλοιπα 30 χρόνια της ζωής του πλουσιοπάροχα. Για τον Joe η ζωή δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Η ζωή του, όμως, θ' αλλάξει όταν θα κληθεί να σκοτώσει τη δική του "θηλειά", τον μεγαλύτερο Joe (Bruce Willis), ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να παραδώσει τα όπλα αμαχητί.

Η κριτική
Το "Looper" βασιζόμενο σ' ένα πολύ ευρηματικό σενάριο και τηρώντας όλα όσα θα έπρεπε να έχει μια περιπέτεια δράσης για να θεωρηθεί επιτυχημένη, καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, να τον καθηλώσει και γιατί όχι (;) να κάνει τη διαφορά σε σχέση με άλλες ταινίες του είδους της.
Η ταινία στοχεύει σε δυο κατηγορίες κοινού και ικανοποιεί ισάξια και τις δυο. Αρχικά, διαβάζοντας κάποιος την υπόθεση, περιμένει να δει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Άνθρωποι έρχονται απ' το μέλλον κι ένα νεώτερο και γηραιότερο "εγώ" μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια διάσταση. Ακούγεται αρκετά ενδιαφέρον, αλλά, δυστυχώς, πολλές ταινίες έχουν αποπειραθεί ν' ασχοληθούν, ανεπιτυχώς, με τα ταξίδια στο χρόνο, παρουσιάζοντας στον θεατή κάτι αφύσικο, προβλέψιμο και χαζό.
Το "Looper" αντίθετα καταφέρνει ν' αποδείξει ότι ένα τέτοιο θέμα μπορεί να το προσεγγίσει κανείς με πολύ μεγάλη επιτυχία. Μπορεί το θέμα του ν' αρκεί για να μπερδέψει ή να δίνει την ελευθερία στον σκηνοθέτη να βάλει στην ταινία ό,τι ξένο, για τον σύγχρονο κόσμο, θέλει, αλλά εκείνος, συνειδητά, επιλέγει να μην παρουσιάσει ένα μέλλον πολύ διαφορετικό απ' το σήμερα, όπως, παράλληλα, επιλέγει ν' απλοποιήσει σε τέτοιο βαθμό την υπόθεση, που ο θεατής, έχοντας το μυαλό του καθαρό από περιττές λεπτομέρειες, γελά αβίαστα εκεί που του ζητείται.
Εκτός, βέβαια, του στοιχείου της επιστημονικής φαντασίας, το δεύτερο και κυριότερο είναι το στοιχείο της περιπέτειας δράσης. Κι εκεί, η ταινία, καταφέρνει να είναι συνεπής. Έχοντας τον Bruce Willis σε ρόλο συμπρωταγωνιστή, καταφέρνει να διατηρήσει την αίγλη του ονόματός του και δίνει στον Joseph Gordon-Levitt τη δυνατότητα να συνεχίσει, μετά τη συμμετοχή του στον "Σκοτεινό ιππότη: Η επιστροφή", ν' αποδεικνύει πόσο ικανός ηθοποιός είναι.
Εκτός των ονομάτων, όμως, που έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικούς ρόλους, όλα δείχνουν ότι η ταινία είναι μια προβλέψιμη περιπέτεια δράσης. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ότι έχουμε ένα παρόν κι ένα μέλλον που έχουν την ίδια θέληση, αλλά διαφορετικά "θέλω", κάτι που αφήνει το θεατή ν' αναρωτιέται ποιό από τα δυο σενάρια είναι το προβλέψιμο. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας, συνεχίζει να εκπλήσσει με τις διάφορες ανατροπές, χωρίς να γίνεται κουραστικός.
Όλα τα παραπάνω, μαζί με την εξαίσια παρουσία των Emily Blunt και Piper Perabo, στους βασικούς γυναικείους ρόλους, καταφέρνουν να συνθέσουν μια αριστουργηματική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, που ακόμα κι αν δεν ξετρελάνει, διαφέρει από τις υπόλοιπες περιπέτειες της σειράς και καταφέρνει να διασκεδάσει ακόμα και τον πιο δύσπιστο θεατή.
Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του Bruce Willis, αλλά και σε όσους έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ο νεαρός Joseph Gordon-Levitt, σ' αυτούς που αναζητούν μια καλή περιπέτεια ή σε όσους ψάχνουν για μια αμερικάνικη ταινία υψηλών προδιαγραφών που δύσκολα θα τους απογοητεύσει.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Rian Johnson, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joseph Gordon-Levitt, Bruce Willis, Emily Blunt, Pierce Gagnon, Jeff Daniels, Paul Dano, Noah Segan και Piper Perabo.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

25 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Cosmopolis

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Cosmopolis


Η υπόθεση
Ένας 28χρονος δισεκατομμυριούχος, ο Eric Packer (Robert Pattinson), την ημέρα που η πόλη θα παραλύσει, λόγω της κυκλοφορίας, στους δρόμους του Μανχάταν, του Προέδρου των Η.Π.Α., θα ξεκινήσει ένα ταξίδι ως την άλλη άκρη της πόλης, με σκοπό να κουρευτεί. Στη διαδρομή θα βρεθεί αντιμέτωπος με γεγονότα, αλλά και με ανθρώπους που θα αλλάξουν την ισορροπία του σύμπαντός του.

Η κριτική
Βλέποντας το "Cosmopolis" οφείλω να ομολογήσω ότι διχάστηκα. Είναι από τις ελάχιστες φορές που μπορώ ν' αναγνωρίσω ένα εξαιρετικά μεγαλειώδες κείμενο, πίσω από μια τόσο, μα τόσο ανούσια ταινία. Κι ορθώς, θ' αναλογιστείτε πώς είναι δυνατόν από ένα άρτιο κείμενο να προκύψει μια ταινία πολύ κάτω του μετρίου. Αυτό γίνεται όταν το κείμενο, είναι ένα σουρεαλιστικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε μια υπάρχουσα κοινωνικο-πολιτική κατάσταση, με άπειρα φιλοσοφικά, κοινωνικά, πολιτικά κι οικονομικά νοήματα. Ένα τέτοιο κείμενο δεν είναι δυνατόν να έχει την οποιαδήποτε επιτυχία, αν δεν έχει διασκευαστεί, καταλλήλως, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να το παρακολουθήσει ως μια συνεχόμενη ιστορία.
Για τον μέσο θεατή, η ταινία, είναι ο ορισμός της "μπουρδολογίας". Προσπαθεί από την αρχή να δημιουργήσει ένα κλίμα μυστηρίου, ανεπιτυχώς. Ο δισεκατομμυριούχος ήρωας της ιστορίας επιλέγει συνειδητά να κάνει ένα ταξίδι που θα του αλλάξει τη ζωή. Του δίνονται πολλές ευκαιρίες να κάνει πίσω και ν' αποφύγει τις απρόσμενες εκπλήξεις, όμως, θα συνεχίσει να κατευθύνεται προς την καταστροφή του, αλλά και προς τον δολοφόνο του. Ο Eric Packer δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύμβολο του καπιταλισμού, του οποίου θα κληθούμε να παρακολουθήσουμε την πτώση, που ο ίδιος (ο ήρωας ή ο ακόμα κι ο ίδιος ο καπιταλισμός) έχει επιδιώξει.
Στη διαδρομή του, αυτή, θα τον συνοδεύσουμε μέσα σε μια λιμουζίνα. Ένα θωρακισμένο όχημα, ίδιο κι απαράλλακτο με όλα τα άλλα οχήματα που κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης, εξωτερικά τουλάχιστον. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό παλάτι θα συναναστραφούμε με διάφορα πρόσωπα, τα οποία έρχονται και φεύγουν σαν να μην είναι πραγματικά, αλλά φαντασιώσεις του πρωταγωνιστή, που τον αναγκάζουν να έρθει σε διάλογο με τον εσωτερικό του κόσμο. Οι διάλογοι που θα τον δούμε ν' αναπτύσσει μαζί τους, επίσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ανάπτυξη σκέψεων. Θ' ακούσουμε κάποιες από τις άπειρες σκέψεις που έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Παράλληλα, οι διάλογοι, αλλά κι οι εικόνες της κοινωνίας σε αποσύνθεση κρατάνε μια απόσταση από την πραγματικότητα του πρωταγωνιστή, στην οποία βρισκόμαστε κι εμείς. Οι διάλογοι, όποτε δεν φαντάζουν με σκέψεις που θα μπλεχτούν μεταξύ τους, μοιάζουν με ομιλία σε ένα chat. Η ταινία χαρακτηρίζεται από διαλόγους που δεν έχουν ζωντάνια και νεύρο. Φυσικά την αποστασιοποίηση από τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην κοινωνία, καταφέρνει να τη δείξει, μέσω του χάους που επικρατεί έξω από τη λιμουζίνα. Ένα χάος που δεν καταφέρνει να διαπεράσει τη τζαμαρία, δεν καταφέρνει να ταράξει, ούτε στο ελάχιστο τον Packer. Θα έλεγε κανείς ότι, ίσως και να το διασκεδάζει ακόμα.
Οι ηθοποιοί, που έχει επιλέξει ο Cronenberg να συμμετάσχουν στην ταινία του, ακολουθούν ένα είδος παιξίματος τόσο άτονο, που καταστρέφει ακόμα και την τελευταία ελπίδα του θεατή να δει κάτι, έστω, ικανοποιητικό. Η επιλογή δε του Pattinson για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ακατάλληλη. Τα νοήματα κι οι συμβολισμοί της ταινίας, μόνο, είναι τόσα πολλά, που ένας ενήλικος θεατής δεν είναι σε θέση να τα κατανοήσει όλα, πόσο μάλλον ένα εφηβικό κοινό, που θα τρέξει στις αίθουσες για τον Robert Pattinson.
Επειδή η συγκεκριμένη ταινία είναι ο ορισμός της αποτυχημένης μεταφοράς ενός λογοτεχνικού κειμένου στη μεγάλη οθόνη, θα σας πω ότι, κατά τη γνώμη μου, είναι προτιμότερο να επιλέξετε να διαβάσετε το βιβλίο, όπου θα έχετε την ώρα να το επεξεργαστείτε με τους δικούς σας ρυθμούς και να το κατανοήσετε. Από 'κει κι έπειτα, αν σας φαίνεται ενδιαφέρον το θέμα της πτώσης τους καπιταλιστικού συστήματος, αλλά δεν ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που μπορούν εύκολα να διαβάσουν ένα λογοτεχνικό κείμενο, τότε και μόνο τότε, επιλέξτε να τη δείτε, αλλά και πάλι, πολύ φοβάμαι ότι πολλοί από εσάς θ' απογοητευτείτε.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Καναδικό δράμα του 2012, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του  Don DeLillo, σε σενάριο και σκηνοθεσία του David Cronenberg, διάρκειας 109 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robert Pattinson, Sarah Gadon, Juliette Binoche, Kevin Durand, Paul Giamatti, Γιώργο Τουλιάτο, Abdul Ayoola και Jay Baruchel.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

23 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Attractive illusion

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Attractive illusion
Ελληνικός τίτλος: Ελκυστική ψευδαίσθηση


Η υπόθεση
Μια ομάδα λαθρομεταναστών, ανάμεσά τους και τέσσερις Νιγηριανοί, δυο άντρες και δυο γυναίκες, θα φτάσουν, με καΐκι, από την Τουρκία στην Ελλάδα. Φτάνοντας στην πολυπόθητη Ευρώπη, περιμένουν ν' αντικρίσουν τον παράδεισο, αντ' αυτού, όμως, θα έρθουν αντιμέτωποι με την εκμετάλλευση, τη μαύρη αγορά, τη διακίνηση ναρκωτικών και την πορνεία.

Η κριτική
Το "Attractive illusion", για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του σκηνοθέτη του, αποτελεί, ουσιαστικά, μια παραγγελία της νιγηριανής κοινότητας της Ελλάδας, που θέλει να δείξει στη χώρα της ότι η Δύση δεν είναι αυτή, η "Ελκυστική ψευδαίσθηση", που έχουν στο μυαλό τους οι κάτοικοί της. Όπως, επίσης, ανέφερε ο Πέτρος Σεβαστίκογλου (σκηνοθέτης και σεναριογράφος), η ταινία, δεν αποσκοπεί να διαλέξει στρατόπεδο ή να μιλήσει προπαγανδιστικά. Σκοπός της ταινίας είναι να δείξει "μια" από τις πολλές αλήθειες και να παρουσιάσει τους Νιγηριανούς ως ανθρώπους κι όχι ως μετανάστες.
Σαν αίσθηση, η ταινία, δεν μπορώ να πω ότι ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό απ' αυτό που περίμενα να δω. Ίσως, να μην περίμενα να δω τον κόσμο των ναρκωτικών (όπου δεν στέκεται πολύ) ή της πορνείας. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, επειδή ο σκοπός της ταινίας δεν είναι να θίξει συγκεκριμένες καταστάσεις κι οι ηθοποιοί, που συμμετέχουν σ' αυτήν, δεν είναι επαγγελματίες, ο θεατής, γνώστης της κατάστασης του κέντρου της Αθήνας, σε καμία περίπτωση, δεν νιώθει προσβεβλημένος από τις εικόνες που του προβάλλονται. Η ταινία περιέχει hard-core καταστάσεις, αλλά όχι hard-core σκηνές.
Η ταινία, όπως προείπα, εστιάζει στο ανθρώπινο πρόσωπο των μεταναστών. Είναι βασισμένη σε ένα σενάριο 15 σελίδων και γυρίστηκε μέσα σε 2 βδομάδες, στους δρόμους της Αθήνας, με ερασιτέχνες ηθοποιούς, ελάχιστα χρήματα, αλλά με πολλή όρεξη από τους συντελεστές της. Αποτελεί την απόδειξη ότι ακόμα και σε δύσκολους καιρούς, υπάρχει η δυνατότητα να γυριστεί μια αξιοπρεπής ταινία, με ένα υποτυπώδες σενάριο και σκηνές αυτοσχεδιαστικές. Μέσα από την ιστορία, προβάλλονται τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες, αλλά κι η κουλτούρα τους.
Όντας ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή μέσω της ιστορίας που του προβάλει, αλλά και να παρουσιάσει, παράλληλα, μια πλευρά της κοινωνίας μας, η οποία, καλώς ή κακώς, αποτελεί κομμάτι του συνόλου της. Το κέρδος κάποιου που θα επιλέξει να δει αυτή την ταινία θα είναι η, εκ του ασφαλούς, επαφή με έναν άλλο πολιτισμό, που τον συναντά καθημερινά στους δρόμους των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Για τους ίδιους τους Νιγηριανούς, το "Attractive illusion", αποτελεί μια ελπίδα για το μέλλον, αφού, από το πουθενά, κατάφεραν να γυρίσουν μια ταινία και ν' αποκτήσουν φωνή και πρόσωπο, μέσω αυτής. Για τους Ευρωπαίους πολίτες, όμως, δεν μπορώ να πω ότι αποτελεί κάποια αφύπνιση ή ακόμα ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει τη διαφορά. Άλλωστε κι η ίδια η ταινία, δεν κάνει εμφανές πουθενά ότι επιθυμεί να κάνει τη διαφορά. Απευθύνεται σε ήδη ευαισθητοποιημένους ή έστω, ανοιχτόμυαλους πολίτες, που θέλουν να πάρουνε μια γεύση για την άλλη πλευρά της κοινωνίας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, παραγωγής τους 2012, σε σενάριο των Πέτρου Σεβαστίκογλου, Sunny Ohilebo, Kenny Abdeleke και Kelechwuku Chukwuejim και σκηνοθεσία του Πέτρου Σεβαστίκογλου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tmc, J. Linus, M. Ohilebo, P.I.O. Austyeno, D. Nusakhare και S. Ohilebo.

Οι σύνδεσμοι

(1943) Στη σκιά της αμφιβολίας

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Shadow of a doubt
Ελληνικός τίτλος της πρώτης έκδοσης: Το χέρι που σκοτώνει


Η υπόθεση
O Charlie (Joseph Cotten) είναι ένας νεαρός, εύπορος άντρας που ζει στη Φιλαδέλφεια. Μια μέρα συνειδητοποιώντας ότι δυο άντρες τον παρακολουθούν και θέλοντας να ξεφύγει απ' αυτούς, θα καταφύγει στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του, που βρίσκεται στα προάστια. Η μεγάλη κόρη της οικογενείας, συνονόματη του θείου Charlie, έχοντας πλήξει από τη βαρεμάρα της αστικής ζωής της, θα θελήσει να καλέσει τον θείο της στο σπίτι για ν' αποκτήσει η συνηθισμένη μικροαστική ζωή τους λίγο ενδιαφέρον. Ο Charlie έρχεται κι η οικογένεια τον υποδέχεται με βασιλικές τιμές. Παράλληλα, όμως, με τον θείο Charlie, θα κάνουν την εμφάνισή τους κι οι δυο άντρες που τον παρακολουθούσαν στην παλιά του κατοικία, δημιουργώντας υποψίες, στη νεαρή Charlie (Teresa Wright), για τα μυστικά που μπορεί να κρύβει ο άνθρωπος που τόσο θαυμάζει.

Η κριτική
"Το χέρι που σκοτώνει (Shadow of a doubt)" είναι μια κλασική ταινία, από τις σχετικά πρώτες ταινίες της Αμερικανικής περιόδου, του Alfred Hitchcock. Σαφέστατα, όντας μια από τις ταινίες του μεγάλου δημιουργού, μόνο ως αριστούργημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί... ένα από τα πολλά που κοσμούν τη λαμπρή καριέρα του γνωστότερου Άγγλου κινηματογραφιστή στην ιστορία.
Αν κι η συγκεκριμένη ταινία, με μια πρώτη ματιά, νομίζουμε ότι διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του Άγγλου δημιουργού, θα δούμε ότι πληροί πολλά από τα μοτίβα που βρίσκει κανείς στις περισσότερες ταινίες του. Ίσως, πληροί περισσότερα απ' όσα μπορεί με γυμνό μάτι να δει κάποιος.
Κύριος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το σασπένς, κάτι επόμενο από τον μάστορα του είδους αυτού. Συναντάμε, επίσης, το τρένο, που υπάρχει σε αρκετές ταινίες του, συμβολίζοντας τη ρευστότητα των καταστάσεων και την αλλαγή που μπορεί να φέρει στους επιβάτες του, αλλά και στους κατοίκους των πόλεων απ' τις οποίες διέρχεται αυτό. Έπειτα, έχουμε τις σκιές, κατάλοιπο του Hitchcock απ' το γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά και την υποβλητική μουσική που εντείνει την αγωνία του θεατή.
Άλλο ένα στοιχείο, όμως, που παρατηρούμε στη συγκεκριμένη ταινία, είναι το δίπολο του καλού και του κακού. Αυτή τη φορά, βέβαια, το καλό και το κακό δεν συνυπάρχουν μέσα στον ίδιο χαρακτήρα, τον γνωστό αθώο ήρωα του Hitchcock που κατηγορείται άδικα για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Αντίθετα, σ' αυτήν την ταινία του, ο μεγάλος σκηνοθέτης, έχει ξεχωρίσει το καλό και το κακό σε δυο πρόσωπα, που αποκτούν υπόσταση το ένα μέσα απ' το άλλο. Φυσικά, αναφέρομαι στον θείο Charlie και την νεαρή Charlie, που μοιράζονται το ίδιο όνομα, τις ίδιες σκέψεις, αλλά και τα ίδια βιώματα (ακόμα κι αν ο ένας απ' τους δυο δεν τα έχει ζήσει ποτέ του).
Το στοιχείο του ανοίκειου, τώρα, θα το δούμε να υπάρχει μέσα στον θείο Charlie. Ένα αγαπημένο πρόσωπο της οικογενείας, που κρύβει, όμως, πολλά κι επικίνδυνα μυστικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν αφορά καθόλου αν ο Charlie, που κατηγορείται για φόνο, είναι πραγματικά ένοχος ή όχι. Αυτό που αφορά είναι η ενοχή, που τόσο απελπισμένα προσπαθεί να κρύψει, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο, από μόνος του, ένοχος στο κοινό.
Το ίδιο μοτίβο, του ξένου που κατηγορείται για φόνο και το γεγονός ότι ο θεατής δεν γνωρίζει από την αρχή για την ενοχή ή την αθωότητά του, το έχουμε δει και παλαιότερα στον "Ενοικιαστή". Εκεί βέβαια, το καλό και το κακό, το δίπολο δηλαδή, βρίσκεται σε ένα πρόσωπο κι ο Hitchcock επιλέγει να το δείξει μέσω του παιχνιδιού με το φως.
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι από την ταινία δεν λείπει το χιούμορ για τη γυναικεία και την παιδική φύση ή ακόμα και για το θάνατο, μέσω ενός παιχνιδιού δολοφονίας που σκαρώνουν ο πατέρας μαζί με έναν φίλο του. Η τραγική ειρωνεία, παράλληλα, είναι ότι αυτοί που συζητούν υποθετικά για μια δολοφονία, θα αποκτήσουν, άθελά τους, ρόλο-κλειδί για την σωτηρία ενός ήρωα.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους λάτρεις του παλιού καλού σινεμά, σ' αυτούς που ψάχνουν να βρουν μια παλιά, καλή, κλασική ταινία ή σε όσους θέλουν μια καλή ταινία μυστηρίου. Μπορεί από πολλούς κριτικούς να μην θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του μεγάλου δημιουργού, αλλά αν έχετε γνωστούς που βλέπουν παλιό κινηματογράφο και δει Hitchcock, μην παραξενευτείτε αν σας πουν ότι είναι μια από τις αγαπημένες τους.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ταινία μυστηρίου του 1943, βασισμένη σε ιστορία του Gordon McDonell, σε σενάριο των Thornton Wilder, Sally Benson και Alma Reville και σκηνοθεσία του Alfred Hitchcock, διάρκειας 108 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joseph Cotten, Teresa Wright, Henry Travers, Patricia Collinge, Edna May Wonacott, Charles Bates, Macdonald Carey, Wallace Ford και Hume Cronyn.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

22 Σεπτεμβρίου 2012

(2012) Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει

Πρωτότυπος τίτλος: Cesare deve morire
Αγγλικός τίτλος: Ceasar must die


Η υπόθεση
Στις φυλακές Rebibbia, οι κρατούμενοι του τμήματος υψίστης ασφαλείας, θ' ανεβάσουν τον "Ιούλιο Καίσαρα" του William Shakespeare. Μετά από ένα απόσπασμα της τελευταίας σκηνής του έργου, στην αρχή της ταινίας, ο θεατής γυρνάει 6 μήνες πριν και καλείται να παρακολουθήσει, μέσα από τις πρόβες των κρατουμένων, την ιστορία του "Ιουλίου Καίσαρα" που αλληλεπιδρά με τις προσωπικότητες των κρατουμένων.

Η κριτική
Οι Αδελφοί Taviani, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, έχουν καταφέρει να προσθέσουν στη πολύχρονη καριέρα τους, αλλά και να δώσουν, παράλληλα, στον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο, άλλο ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Κι η ταινία τους, αυτή, είναι αριστουργηματική για τον εξής, απλούστατο, λόγο: Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του θεατή, αφού την έχει δει, είναι η λέξη "σεβασμός".
Οι δυο Ιταλοί αδελφοί έχουν καταφέρει στο νέο τους δημιούργημα να παρουσιάσουν κάτι κλασικό, που ταιριάζει στην ηλικία τους, με πρωτοποριακό τρόπο, που εκπλήσσει ως σύλληψη. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν καταφέρει να δείξουν τον απόλυτο σεβασμό στο θεατρικό κείμενο, αλλά και στις ζωές των φυλακισμένων που το αναπαριστούν, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση, ούτε στο ελάχιστο, στον τρόπο κινηματογράφισής τους και να θέτουν στην άκρη το προσωπικό τους ύφος.
Το έργο "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει" είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που βασίζεται σ' ένα κεντρικό σενάριο, από το οποίο, βέβαια, δε λείπουν οι αυτοσχεδιαστικές σκηνές, που στα γυρίσματα λειτούργησαν και συμπεριελήφθησαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία τους είναι γυρισμένη, κατά κύριο λόγο, με ασπρόμαυρη εικόνα. Αρχικά, ο διαχωρισμός, έγχρωμου κι ασπρόμαυρου, γίνεται βάσει της χρονικής τοποθέτησης. Το "σήμερα" είναι γυρισμένο με έγχρωμη εικόνα, ενώ το "παρελθόν" θα το δούμε σε αποχρώσεις του άσπρου και του μαύρου. Σε συνέντευξή τους, οι Taviani, όταν ερωτήθηκαν για ποιό λόγο επέλεξαν το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τους να είναι ασπρόμαυρο, μεταξύ άλλων, απάντησαν ότι το χρώμα προσδίδει ρεαλισμό ενώ το ασπρόμαυρο όχι. Το γεγονός αυτό, τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να παρουσιάσουν αυτόν τον "παράλογο" κόσμο της φυλακής της Rebibbia και τον Βρούτο (Salvatore Striano) στο κελί του να μονολογεί: "Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει".
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ολόκληρη η ταινία αφορά την παρουσίαση ενός θεατρικού έργου με παράλληλη προβολή διαφόρων στοιχείων της σημερινής κοινωνίας. Το ασπρόμαυρο, όντας ανέκαθεν περισσότερο καλλιτεχνικό, τους δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να δηλώσουν στο θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί είναι ένα "θέατρο εν κινηματογράφω" (ανάλογο του "θέατρο εν θεάτρω").
Η επιλογή, δε, των Taviani να ξεκινήσουν την ταινία από την παράσταση κι απ' το τέλος του θεατρικού έργου, ενώ, στην αρχή, μοιάζει με σκηνοθετικό τερτίπι που τους βοηθά να εισάγουν το θεατή σε μια κατάσταση, έτσι ώστε να μην εκλάβει ως εισαγωγή την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του θιάσου στις οντισιόν, καταλήγει να έχει κι άλλη σκοπιμότητα. Επαναλαμβάνοντας την τελική σκηνή του θεατρικού έργου, λίγο πριν το κλείσιμο της ταινίας τους, έχουν καταφέρει να δώσουν στο θεατή να καταλάβει ότι το εκπληκτικό αποτέλεσμα που έχει δει στην αρχή την κινηματογραφικής προβολής, δεν είναι αποτέλεσμα σκληρών προβών κι ενός καλού έργου, αλλά αποτελεί, παράλληλα, φυσική απόρροια του πάθους με το οποίο καταπιάνονται οι φυλακισμένοι με το project αυτό, αλλά, περισσότερο, οι ρόλοι αποτελούνται από κομμάτια των ιδίων.
Μιας κι οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, αλλά ερασιτέχνες, θα προτιμήσω να αναφέρω, μόνο, ότι οι Taviani δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει καλύτερο ερασιτεχνικό θίασο για να παρουσιάσει το συγκεκριμένο έργο. Η συνοδεία της μουσικής, πάλι, όπως σε κάθε τους ταινία, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, προσθέτοντας στο τελικό αποτέλεσμα συναισθηματικό βάθος.
Θα κλείσω αναφερόμενη, και πάλι, σε ένα απόσπασμα από συνέντευξη των Ιταλών αδελφών. Ο Paolo Taviani, όταν ρωτήθηκε για τη σχέση της ταινίας με την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας του σήμερα, απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι είναι πολύ λιγότερο "πολιτικοί" απ' όσο οι κριτικοί θέλουν να πιστεύουν για το έργο τους. Θέλω να σταθώ εδώ, για να κλείσω, με αυτό τον τρόπο, το εγκώμιο. Ίσως, οι Taviani, να έχουν θεωρηθεί από το κοινό και τους κριτικούς άκρως "πολιτικοί", μόνο και μόνο, γιατί σε κάθε τους ταινία έχουν κάτι να πούνε. Κι ίσως, πάλι, ακριβώς αυτό να είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους, δεν στοχεύουν να κάνουν σαφές το μήνυμά τους κι ακριβώς επειδή οι ταινίες τους δεν είναι επιτηδευμένα πολιτικές, το κοινωνικο-πολιτικό τους μήνυμα γίνεται ευκολότερα αποδεκτό.
Η ταινία προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές των Αδελφών Taviani, στους λάτρεις του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, στους σινεφίλ φίλους, αλλά και σε όσους θεατρόφιλους, έχουν τη διάθεση να δούνε έναν ελαφρώς, αλλά με πολύ όμορφο και κομψό τρόπο, πειραγμένο Shakespeare.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, παραγωγής του 2012, βασισμένο στο θεατρικό έργο "Ιούλιος Καίσαρας" του William Shakespeare, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Paolo και Vittorio Taviani, διάρκειας 76 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Cosimo Rega, Salvatore Striano, Giovanni Arcuri, Antonio Frasca, Juan Dario Bonetti, Vincenzo Gallo, Rosario Majorana, Francesco De Masi, Gennaro Solito, Vittorio Parrella, Pasquale Crapetti και Francesco Carusone.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

19 Σεπτεμβρίου 2012

(2009) Το κορίτσι με τα πορτοκάλια

Πρωτότυπος τίτλος: Appelsinpiken
Αγγλικός τίτλος: The orange girl


Η υπόθεση
Ο Georg (Mikkel Bratt Silset) στα δέκατα-έκτα του γενέθλια θα πάρει ως δώρο από τη μητέρα του ένα κινητό και τρία γράμματα από το νεκρό πατέρα του. Έχοντας κληρονομήσει το πάθος του πατέρα του για την αστρολογία, την ίδια μέρα, θα ξεκινήσει, με τρένο, για ένα βουνό της Νορβηγίας, με σκοπό να δει τον κομήτη Gerasimov, ένα κομήτη που φαίνεται κάθε 56 χρόνια. Μέσα στο τρένο, θ' αρχίσει να διαβάζει τα γράμματα του πατέρα του, ο οποίος του εξιστορεί τον έρωτα που έζησε, όσο ήταν φοιτητής, με το "Κορίτσι με τα πορτοκάλια". Παράλληλα με την ιστορία του Georg, που θα γνωρίσει στο βουνό την Stella (Emilie K. Beck), θα εκτιλιχθεί κι άλλη μια ιστορία, αυτή του απόλυτου έρωτα του Jan Olav (Harald Rosenstrøm) και του κοριτσιού με τα πορτοκάλια.

Η κριτική
"Το κορίτσι με τα πορτοκάλια" είναι μια σύγχρονη ιστορία που πραγματεύεται τον απόλυτο έρωτα, αλλά και τις οικογενειακές σχέσεις, με μια, κάπως, φιλοσοφική ματιά. Ρομαντική, αλλά, παράλληλα, πολύ αληθινή, έρχεται να συγκινήσει τους θεατές και να τους θέσει το ερώτημα: "Αν μπορούσαμε να διαλέξουμε αν θα γεννηθούμε ή όχι, γνωρίζοντας ότι η ζωή διαρκεί κάποιες στιγμές, ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς, παρά να πεθαίνει κι ότι αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πεθάνουμε όλοι, τι θα διαλέγαμε;"
Το γεγονός ότι η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Jostein Gaarder, του Νορβηγού συγγραφέα του βιβλίου "Ο κόσμος της Σοφίας", μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για την ποιότητα της ιστορίας, που πραγματεύεται αυτή. Το έργο, δεν αποτελεί απλά ένα έπος στον έρωτα, αλλά, παράλληλα, στόχο έχει να προβληματίσει και να παρουσιάσει στο κοινό τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και την αξία που έχουν στη ζωή κάποιες εμπειρίες, παρά τον πόνο και τη δυστυχία που μπορεί να φέρει η απώλεια.
Σκηνοθετημένη, δε, από την Eva Dahr, σπουδαία και παγκοσμίως καταξιωμένη Νορβηγίδα σκηνοθέτιδα, η ταινία καταφέρνει, εκτός από μια σπουδαία πλοκή, να συνδυάσει εξαιρετικά πλάνα σε χρώματα και φωτογραφία, απίστευτο δέσιμο των δυο παράλληλων ιστοριών, μυστήριο, τέχνη και μουσική που θα παρακινήσει το θεατή να συμμετέχει συναισθηματικά. Αποτελεί, με αυτόν τον τρόπο, μια ιδιαιτέρως γλυκιά ιστορία, που κατατάσσεται στις εξαιρετικές ταινίες του είδους της.
Η υποκριτική στήριξη του έργου είναι, επίσης, ικανοποιητική, χωρίς όμως να έχουμε κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις που αξίζουν περισσότερο από κάποιες άλλες. Οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι νέα ταλέντα στη χώρα τους, με εξαίρεση τη Rebekka Karijord, που είναι καταξιωμένη ηθοποιός, αλλά ο ρόλος της στη συγκεκριμένη ταινία είναι αρκετά μικρός για να μπορέσει ν' αναδείξει το ταλέντο της.
Προτείνεται σε όλους εσάς που θα θέλατε να δείτε μια όμορφη και παράλληλα αισιόδοξη ρομαντική ταινία, που βρίσκεται στο μεταίχμιο του τυχαίου και της μοίρας, της φιλοσοφίας και της γλυκύτητας κι ανεμελιάς της νεότητας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Νορβηγικό ρομαντικό δράμα, παραγωγής του 2009, βασισμένο σε βιβλίο του Jostein Gaarder, σε σενάριο των Axel Helgeland, Andreas Markusson και Tom Gulbrandsen και σκηνοθεσία της Eva Dahr, διάρκειας 84 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Harald Rosenstrøm, Annie Dahr Nygaard, Rebekka Karijord, Mikkel Bratt Silset και Emilie K. Beck.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

18 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Η αξέχαστη Πόλη

Τούρκικος τίτλος: Unutma beni Istanbul
Αγγλικός τίτλος: Do not forget me Istanbul


Η υπόθεση
Η ταινία παρουσιάζει έξι πλασματικές, κι άλλη μια πραγματική, ιστορίες που ως κεντρικό άξονα έχουν την Κωνσταντινούπολη. Ένας Έλληνας έχει πάει στην Τουρκία για δουλειές και τον εξαπατούν. Ένα αντρόγυνο βρίσκεται σε διακοπές στην Κωνσταντινούπολη κι η γυναίκα συναντά το νεκρό γιό τους. Ένας Παλαιστίνιος συγγραφέας και μια Ισραηλινή συναντιούνται στην Πόλη, ως συνεργάτες, αλλά κι ως ζευγάρι. Μια Βόσνια ηθοποιός φτάνει στην Κωνσταντινούπολη για να περάσει από μια οντισιόν. Μια γυναίκα από τη Συρία έρχεται με την κόρη της στην Πόλη για να συναντήσει, μετά από 62 χρόνια, την αδελφή της και τον ανιψιό της. Ένας γνωστός Αρμένιος μουσικός έρχεται στην Κωνσταντινούπολη για να βρει τις ρίζες του. Τέλος, ο Πέτρος Μάρκαρης αφηγείται τα δικά του βιώματα από την Πόλη.

Η κριτική
Όπως όλες οι ταινίες που προέρχονται από μια κεντρική ιδέα κι απαρτίζονται από πολλές ταινίες μικρού μήκους διαφορετικών δημιουργών, είναι αρκετά δύσκολο να την κρίνει κανείς ως ένα συνολικό αποτέλεσμα. Παράλληλα όμως, εφόσον οι μικρού μήκους ταινίες αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, που ούτως ή άλλως ο θεατής θα το παρακολουθήσει ολόκληρο, δεν είναι δυνατόν να κρίνει κανένας τις ταινίες αυτές ξέχωρα τη μια από την άλλη.
Σαφώς κι υπάρχουν κάποια φιλμάκια που ξεχωρίζουν στα μάτια του θεατή και κάποια άλλα που κρίνονται, μάλλον, ακατάλληλα ως προς το κεντρικό θέμα. Σε κάποιες από τις ταινίες μικρού μήκους θα δούμε την Κωνσταντινούπολη, με τους δρόμους της, τα μνημεία της, τα παζάρια της, τα κέντρα διασκέδασής της, τα ξενοδοχεία της, τις γειτονιές της. Σε κάποια άλλα θα επικεντρωθούμε, αποκλειστικά, στην ιστορία των ηρώων. Σε κάποιες ιστορίες, πάλι, θα γελάσουμε με την καρδιά μας, σε κάποιες άλλες όχι.
Ακόμη, κάποιοι σκηνοθέτες θα παρουσιάσουν ιστορίες που αποσκοπούν στη συμφιλίωση Ελλήνων, Τούρκων κι Αρμενίων, παρουσιάζοντας τα κοινά που έχουμε σα λαοί. Θα δείξουν το κουτσομπολιό της γειτονιάς, τον καφέ, το κισμέτ/πεπρωμένο και την ιστορία που μοιράζονται Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι.
Ως σύνολο, η ταινία, δεν μπορώ να πω πως ήταν κακή. Σίγουρα, όμως, δεν είναι αυτό που θα περιμένει να δει κάποιος Πολίτης (Έλληνας ή Αρμένιος, δεν έχει σημασία). Η ταινία δε βασίζεται σε ιστορίες που έχουν ως σκοπό να δείξουν την Πόλη, τους ανθρώπους της ή τα μνημεία της. Σκοπός, είναι, περισσότερο, να τη χρησιμοποιήσουν ως ένα κοινό τόπο γυρισμάτων και να δημιουργήσουν, πάνω σ' αυτόν τον καμβά, μια σύγχρονη Ανατολιτικο-Ευρωπαϊκή ιστορία.
Μιας κι έχει ιστορίες για όλα τα γούστα, θα την πρότεινα σε κάποιον που μπορεί να δει όλα τα παγκόσμια κινηματογραφικά είδη κι αρέσκεται στη θέαση διαφορετικών οπτικών για ένα θέμα. Είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα προσέγγιση, με κάποιες εξαιρετικές ιστορίες, που κάνουν τη διαφορά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Δράμα του 2011, ελληνο-τουρκικής παραγωγής, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Στέργιου Νιζήρη, Stefan Arsenijevic, Omar Shargawi, Aida Begic, Hany Abu-Assad, Eric Nazarian και Ζοζεφίνα Μάρκαρη, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Γιώργο Συμεωνίδη, Sureyya Guzel, Humeyra Akbay, Settar Tanriögen, Mira Furlan, Svetozar Cvetkovic, Ahmet Rifat Sungar, Ali Suliman, Liraz Charhi, Alma Terzic, Ayca Damgaci, Hiam Abbass, Amer Hlehel, Jacky Nercessian, Serra Yilmaz, Gorkem Yeltan, Baki Davrak, Esin Harvey και Πέτρος Μάρκαρης.

Οι σύνδεσμοι

(2011) Νικώντας το σκοτάδι

Πρωτότυπος τίτλος: W ciemności
Αγγλικός τίτλος: In darkness


Η υπόθεση
Ο Leopold Socha (Robert Wieckiewicz) ζει κι εργάζεται ως επιθεωρητής των υπονόμων, στην Πολωνία, όσο αυτή βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή (Μάρτιος του 1943). Παράλληλα, κάνει διάφορες μικροκλοπές και φυλάει τα κλοπιμαία στους υπονόμους, με σκοπό όταν αρχίσει να υπάρχει κίνηση, πάλι, στην αγορά, να τα πουλήσει και να θησαυρίσει. Στο δρόμο του, όμως, θα βρεθούν μια μέρα μια ομάδα Εβραίων που καταφεύγει στους υπονόμους για να σωθεί. Ο Socha, αμέσως, αρπάζει την ευκαιρία κι υπόσχεται να τους βοηθήσει να κρυφτούν σ' ένα ασφαλές μέρος, στον υπόγειο κόσμο του, με το αζημίωτο φυσικά. Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή αυτών των Εβραίων στις υπόγειες σήραγγες, τη ζωή του Socha, αλλά και το δέσιμο μεταξύ τους.

Η κριτική
Πιστεύω πως όλο το ζουμί της ταινίας, θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψιστεί στη λέξη "σκοτάδι" του τίτλου της. Σκοπός της, φαίνεται να είναι να δημιουργήσει περισσότερο, στο θεατή, μια αίσθηση της μαυρίλας, στην οποία οι Εβραίοι της πόλης Lvov αναγκάστηκαν να ζήσουν για 14 ολόκληρους μήνες, παρά να παρουσιάσει τα γεγονότα του πολέμου.
Η Agnieszka Holland (σκηνοθέτης) με την επιλογή της διάρκειάς της ταινίας, της ποσότητας των προσώπων που, αρχικά, συμμετέχουν στο έργο, την αναλογία των πλάνων που είναι κάτω από την επιφάνεια της γης με τα εκτός των υπονόμων, το φωτισμό και τα χρώματα που έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει, εμφυτεύει, ουσιαστικά, στο θεατή μια ψυχολογία παρόμοια με αυτή της ομάδας των πρωταγωνιστών της.
Αξίζει ν' αναφέρω ότι αρκετές φορές, ο θεατής, θα νιώσει, με την αλλαγή του χώρου εξέλιξης της πλοκής (πάνω-κάτω), μια ενόχληση στα μάτια του, παρόλο που τα χρώματα που χρησιμοποιεί στην επιφάνεια της γης δεν είναι έντονα και φωτεινά, αλλά βασίζεται περισσότερο στο λευκό του πάγου και την ψυχρότητά του.
Στην ταινία, παράλληλα, αναπτύσσονται διάφορα νοήματα και παρουσιάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά κι η ανθρώπινη αντοχή και θέληση. Η διάρκεια της, όμως, που όπως προανέφερα αποσκοπεί κι αυτή, με τη σειρά της, στην δημιουργία μιας αίσθησης σκοταδισμού, δεν τα αφήνει να γίνουν εύκολα κατανοητά, με μια μόνο προβολή, από το θεατή. Χρησιμοποιεί, βέβαια, διάφορα μοτίβα, που αν μη τι άλλο, επειδή δεν είναι αναμενόμενα, θα μείνουν στο μυαλό του κοινού. Για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή στην οποία βλέπουμε ότι ακόμα κι εν καιρώ πολέμου μπορεί να υπάρξουν ανθρώπινες και προσωπικές διαφωνίες, όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά, ακόμα και στους υπονόμους, έχουν το δικαίωμα της αθωότητας και του παιχνιδιού.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν την ταινία είναι καταπληκτικοί κι άκρως αληθινοί. Ο Robert Wieckiewicz δίνει ρεσιτάλ ως ο σύνδεσμος του πάνω και του κάτω κόσμου. Δεν αφήνει να φανεί στο βλέμμα του ο φόβος, μήπως τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αλλά παρόλα αυτά με κάποιον περίεργο τρόπο, ο θεατής, νιώθει ότι ο ήρωας φοβάται, όμως, είναι αποφασισμένος να επιβιώσει και το κρύβει. Οι Εβραίοι, πάλι, αλλά κι οι ήρωες που ζουν και κινούνται στον πάνω κόσμο, μοιάζουν σα να 'ναι βγαλμένοι από την Πολωνία της δεκαετίας του '40.
Η δουλειά που έχει γίνει στην ταινία είναι εξαιρετική, όμως, καταφέρνει "σκοπίμως" να κουράσει τον θεατή, με τους αργούς ρυθμούς της, τη διάρκειά της, αλλά και τα συνεχή σκουρόχρωμα πλάνα της και δεν μπορώ να πω ότι, εν τέλει, ο ντόρος που έχει γίνει γύρω από το όνομά της ή ακόμα κι η υποψηφιότητά της για Oscar ξενόγλωσσης, της αξίζουν πραγματικά. Δεν είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από μια απλώς καλή ταινία για το είδος της κι ειδικά σε σύγκριση με παλαιότερες, που πραγματεύονται το ίδιο θέμα, σαφώς και δεν μπορεί να υπερισχύσει.
Παρόλα αυτά, όμως, θα την πρότεινα σε όποιον αρέσει ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος κι οι αργοί ρυθμοί του, τονίζοντας, όμως, ότι εδώ η επιλογή της ταχύτητας δεν αποσκοπεί στην εντύπωση της φωτογραφίας, στο μυαλό του θεατή, αλλά στη δημιουργία μιας αίσθησης, όχι ιδιαίτερα επιθυμητής. Μπορεί όντως, να μην μπορεί να συγκριθεί με τον "Πιανίστα" ή με τη "Λίστα του Σίντλερ", αλλά ακριβώς το ότι είναι διαφορετική, αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Πολωνικό ιστορικό δράμα του 2011, βασισμένο σε βιβλίο του Robert Marshall, σε σενάριο του David F. Shamoon και σκηνοθεσία της Agnieszka Holland, διάρκειας 145 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robert Wieckiewicz, Kinga Preis, Benno Fürmann, Agnieszka Grochowska, Maria Schrader, Herbert Knaup, Marcin Bosak και Krzysztof Skonieczny.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes

17 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Killer Joe

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Killer Joe


Η υπόθεση
Ο Chris (Emile Hirsch), ένας μικρο-έμπορος ναρκωτικών, βρίσκεται μπλεγμένος, χρωστώντας 6.000 δολάρια στον προμηθευτή του. Μαθαίνοντας ότι η αλκοολική μητέρα του έχει μια ασφάλεια ζωής 50.000 δολαρίων, θα κανονίσει να έρθει σ' επαφή μ' ένα ντετέκτιβ της αστυνομίας του Dallas, ο οποίος εκτελεί χρέη εκτελεστή, για να την δολοφονήσει και να πάρει, έτσι, η αδελφή του, η νόμιμη δικαιούχος, τα χρήματα της ασφάλειας. Μετά τη συνάντησή τους κι αφού ο Chris δεν έχει ρευστό για να πληρώσει προκαταβολικά τον ντετέκτιβ Joe Cooper (Matthew McConaughey) για τη δουλειά, θ' αναγκαστεί να του δώσει ως εγγύηση την ίδια του την αδελφή για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Η δουλειά κανονίζεται και τώρα το μόνο που μένει είναι να πραγματοποιηθεί η δολοφονία και να πάρει η οικογένεια τα χρήματα.

Η κριτική
Η ταινία, έχοντας ως τόπο δράσης της το Texas και πρωταγωνιστές τους άξεστους, αντι-ήρωες, κατοίκους του, φέρνει στο μυαλό ταινίες των Aδελφών Coen με μια δόση Tarantino. Ανήκει στο είδος των (κατά)μαυρων κωμωδιών, που παρουσιάζουν την επαρχία της Αμερικής με μια ρεαλιστική σαπίλα αξιών και με τους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους της.
Ο σκηνοθέτης της, William Friedkin, έχει καταφέρει ν' αποδώσει στους πρωταγωνιστές του ένα σκοτεινό χαρακτηριστικό, ακόμα κι αν, σε ψυχολογικό επίπεδο, οι ίδιοι δεν φαίνεται να είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που δείχνουν. Το στοιχείο αυτό, το πετυχαίνει, σε συνδυασμό με την επιλογή του φωτισμού, με τις διάφορες εξομολογητικές σκηνές, που βάζει τους ήρωές του να συμμετέχουν, αλλά και με τη μιζέρια που φέρει πάνω του κάθε ένας από αυτούς.
Το φιλμ, εμπεριέχει ωμές σκηνές άμεσης, αλλά κυρίως έμμεσης βίας, με αποκορύφωμα τη σκηνή που ο Joe κι η Dottie (Juno Temple), η μικρή αδελφή του Chris, θα μείνουν μόνοι τους στο σπίτι για πρώτη φορά μετά τη συμφωνία των αντρών, να δοθεί η Dottie ως εγγύηση. Με την ίδια σκηνή, όμως, ο σκηνοθέτης, καταφέρνει, επίσης, να δημιουργήσει μια άκρως αισθησιακή ατμόσφαιρα με σκοτεινές πινελιές, που αποσκοπεί στο να δώσει στο θεατή να καταλάβει πόσο πολύ ταιριάζουν αυτοί οι δυο άνθρωποι.
Βασίζεται, παράλληλα, πολύ, στο στοιχείο της τραγ(ελαφ)ικής ειρωνείας και χρησιμοποιεί αρκετά το διακειμενικό στοιχείο, προβάλλοντας στο θεατή, μέσω της τηλεόρασης, διάφορες σκηνές από ταινίες Western, ταινίες του Bruce Lee ή κινούμενα σχέδια. Ένα ακόμα έξυπνο στοιχείο της ταινίας, είναι ότι η μάνα, το θύμα, παρουσιάζεται μόνο ως άψυχο σώμα. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής δεν μπορεί, και να θέλει, να δεθεί συναισθηματικά μαζί της. Για το κοινό, ο θάνατος αυτού του προσώπου, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα... ακριβώς ό,τι ισχύει και για τους πρωταγωνιστές.
Η υποκριτική πλαισίωση του "Killer Joe", ακόμα, είναι εξαιρετική. Όλοι οι ηθοποιοί στέκονται επάξια στο ύψος των απαιτήσεων του κάθε ρόλου κι ο Matthew McConaughey, φυσικά, ηγείται όλων και, γι' ακόμα μια φορά, αποδεικνύει πόσο άξιος και ταλαντούχος ηθοποιός είναι.
Η ταινία, συστήνεται στους λάτρεις της αμερικάνικης country μαύρης κωμωδίας, του στυλ των Αδελφών Coen, όπως επίσης, νομίζω δεν θα απογοητεύσει και τους θαυμαστές των πιο splatter μαύρων ταινιών. Δεν αποτελεί βέβαια αριστούργημα, για το είδος της, αλλά είναι δουλεμένη σ' εναν βαθμό που σίγουρα μπορεί να την κατατάξει κανείς στις "καλές ταινίες" αυτού του στυλ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη μαύρη κωμωδία του 2011, βασισμένη σε θεατρικό έργο του Tracy Letts, σε σενάριο του ιδίου και σκηνοθεσία του William Friedkin, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Matthew McConaughey, Emile Hirsch, Juno Temple, Thomas Haden Church, Gina Gershon.

Οι σύνδεσμοι

16 Σεπτεμβρίου 2012

(1939) Νινότσκα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Ninotchka


Η υπόθεση
Η ιστορία τοποθετείται στην προπολεμική Γαλλία (πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου), όπου τρεις Ρώσοι πράκτορες έχουν σταλεί να πουλήσουν τα κοσμήματα της Δούκισσας Swana (Ina Claire), μέλους της έκπτωτης τσαρικής οικογενείας, με σκοπό να μαζέψουν λεφτά για το λαό της χώρας τους. Οι τρεις πράκτορες, όμως, έχοντας μαγευτεί από την καπιταλιστική Δύση, δεν ασχολούνται με την πώληση των κοσμημάτων, αλλά με την απόλαυση των αγαθών που δεν μπορούν να έχουν στη χώρα τους, με αποτέλεσμα οι Ρώσοι να στείλουν στη Γαλλία τη Ninotchka (Greta Garbo) για να τους συνετίσει, αλλά και να προχωρήσει τις διαδικασίες της πώλησης. Φτάνοντας στη Γαλλία η Ninotchka θα συναντήσει τον Κόμη Leon (Melvyn Douglas), τον εκπρόσωπο της Δούκισσας Swana, ο οποίος γοητευμένος από την παρουσία της και χωρίς να γνωρίζει, αρχικά, την αληθινή της ταυτότητα, θα την πολιορκήσει και θα καταφέρει να περάσει μαζί της μια νύχτα πάθους. Σιγά-σιγά, η σκληρή Ninotchka θα ερωτευτεί τον Leon κι αυτός, με τη σειρά του, για να την κερδίσει, θα μυηθεί στη ρωσική φιλοσοφία. Θα τα καταφέρουν όμως οι δυο τους να ζήσουν ευτυχισμένοι μαζί;

Η κριτική
Η ταινία αυτή, σε σκηνοθεσία του μαγικού Ernst Lubitsch, αλλά και σε σενάριο του πολυτάλαντου Billy Wilder, αποτελεί ένα από τα διαμάντια του Αμερικανικού κινηματογράφου της περιόδου. Έξυπνη, εύστοχη και χαριτωμένη, η "Ninotchka", θ' αποτελέσει την αρχή της μεγάλης καριέρας του Lubitsch, αλλά και το εισιτήριο του Wilder για την μετέπειτα λαμπρή καριέρα του.
Η Greta Garbo, πρωταγωνιστεί για πρώτη φορά στη ζωή της σε κωμωδία κι η ταινία διαφημίζεται στη χώρα παραγωγής της με τη φράση "Η Greta γελάει!". Η Garbo, στο ρόλο της ψυχρής Ρωσίδας, είναι απόλυτα πειστική. Η Ninotchka παρουσιάζεται ως μια πανέμορφη Ρωσίδα, την οποία δεν έχει απασχολήσει ποτέ η εξωτερική της εμφάνιση, έχει μάθει να εκλογικεύει τα πάντα, ακόμα και τον έρωτα, αλλά στο βάθος παραμένει μια γυναίκα που έχει την ανάγκη να νιώσει τη μαγεία του. Ο τρόπος που έχει πετύχει να δείξει το διχασμό της ηρωίδας είναι, απλά, καταπληκτικός και το γέλιο της φαντάζει τόσο αληθινό.
Ο Melvyn Douglas, επίσης, στο ρόλο του Παριζιάνου γόη, είναι εξίσου φανταστικός. Ο θεατής, κάθε φορά που βρίσκεται επί της οθόνης με τη συμπρωταγωνίστριά του, νιώθει, από το βλέμμα του και μόνο, ότι υπάρχει κάτι πολύ έντονο ανάμεσα στους δυο χαρακτήρες. Ταυτόχρονα, οι Sig Ruman, Felix Bressart και Alexander Granach, δεν θα γινόταν να είναι πιο ταιριαστοί ως παρασυρμένοι Ρώσοι πράκτορες. Έχουν κι οι τρεις τους μια χαρακτηριστική αφέλεια στην έκφραση, που δεν δίνει στο θεατή τη δυνατότητα να τους κατηγορήσει για το παραστράτημά τους. Τέλος, η Ina Claire είναι καταπληκτική στον τρόπο που παρουσιάζει την ερωτευμένη κι εκδικητική Δούκισσα Swana.
Για μια ακόμη φορά, το "άγγιγμα του  Lubitsch" θα κάνει την εμφάνισή του στο κινηματογραφικό του αυτό δημιούργημα. Οι έξυπνοι διάλογοι, τα εύστοχα νοήματα, η τοποθέτηση της υπόθεσης στο Παρίσι, που αποτελούσε, ίσως, το μεγαλύτερο κοσμοπολίτικο κέντρο της Ευρώπης εκείνης της περιόδου, αλλά κι η λεπτή σάτιρα που ασκεί στον ρωσικό κουμμουνισμό και στην μηδαμινή ατομική ελευθερία που αυτός επιβάλει, χωρίς παράλληλα να εξυψώνει, με εμφανή τρόπο, τα αμερικανικά ιδεώδη, συνθέτουν αυτή την αριστουργηματική κωμωδία σκρούμπολ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη ρομαντική κομεντί του 1939, βασισμένη σε διήγημα του Melchior Lengyel, σε σενάριο των Charles Brackett, Billy Wilder και Walter Reisch και σκηνοθεσία του Ernst Lubitsch, διάρκειας 110 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Greta Garbo, Melvyn Douglas, Sig Ruman, Felix Bressart, Alexander Granach, Ina Claire και Bela Lugosi.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes