Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεφίλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεφίλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Δεκεμβρίου 2012

(1943) Και οι δήμιοι πεθαίνουν

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Hangmen also die!


Η υπόθεση
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Πράγα, ο Reinhard Heydrich (Hans Heinrich von Twardowski), γνωστός κι ως "Δήμιος", δολοφονείται. Ο εκτελεστής του είναι ένας γιατρός, ονόματι Franticek Svoboda (Brian Donlevy), που είναι μέλος της αντίστασης. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, η Nasha Novotny (Anna Lee), κόρη του καθηγητή Stephen Novotny (Walter Brennan), θ' αποπροσανατολίσει την Γκεστάπο και θα βοηθήσει τον νεαρό γιατρό να γλυτώσει. Το ίδιο βράδυ, μην έχοντας καταφέρει να βρει κατάλυμα, ο Svoboda, θα επισκεφτεί το σπίτι της Nasha και θα ζητήσει για δεύτερη φορά τη βοήθειά της, θέτοντας την ίδια και την οικογένειά της σε μεγάλο κίνδυνο. Ο καθηγητής Novotny συλλαμβάνεται, μαζί με εκατοντάδες άλλους αθώους Τσεχοσλοβάκους, από την Γκεστάπο κι η Nasha, μην έχοντας άλλη επιλογή, σιωπά, ελπίζοντας στη σωτηρία του πατέρα της.

Η κριτική
Η ταινία "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", είναι ένα μοναδικό δημιούργημα δυο μεγάλων προσωπικοτήτων των τεχνών, καθώς το σενάριό της υπογράφει, μέσω του John Wexley, ο Bertolt Brecht και την σκηνοθεσία της ο Fritz Lang. Όντας, λοιπόν, κράμα δυο πολύ διαφορετικών δημιουργών, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να φέρει χαρακτηριστικά και των δυο και να μην αποτελεί χαρακτηριστικό έργο ενός εξ αυτών.
Κατά την περίοδο του 1942, ο Fritz Lang είχε ήδη γίνει αποδεκτός και αγαπητός στα Χολιγουντιανά πλατό, όμως ο Bertolt Brecht δεν ανήκε στην ίδια κατηγορία. Ο ρεαλισμός που προσπαθούσε ν' αποδώσει στα σενάριά του, αλλά κι η άρνησή του να συμβιβαστεί με τα αμερικάνικα κλισέ, έκαναν τους παραγωγούς ν' απορρίπτουν τα έργα του, παρά την ευρεία θεματική τους. Παρόλα αυτά, κανένας άλλος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να έχει συμβάλλει, τόσο πετυχημένα, στο σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας.
Βασιζόμενοι στην πραγματική δολοφονία του Reinhard Heydrich, στην Πράγα, ο Brecht κι ο Lang ξεκίνησαν να ερευνούν τον θάνατό του, έχοντας στο μυαλό τους τη δημιουργία μιας ταινίας, όταν θα κατάφερναν να συλλέξουν τα απαραίτητα στοιχεία. Από τις πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες, όμως, στάθηκε αδύνατη η συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την συγγραφή ενός σεναρίου που θ' αναπαριστούσε το πραγματικό χρονικό της δολοφονίας του Προστάτη του Γ' Ράιχ κι έτσι οι δυο τους, χρησιμοποίησαν το γεγονός της δολοφονίας για τη δημιουργία μιας πλασματικής, αντιφασιστικής, ιστορίας.
Στο έργο, εν τέλει, ως εκτελεστή γνωρίζουμε τον νεαρό γιατρό Franticek Svoboda, όμως ο Brecht, δεν αργεί να ταυτίσει το πρόσωπό του, μ' ολόκληρο το έθνος της τότε Τσεχοσλοβακίας, αφαιρώντας από πάνω του την όποια ευθύνη. Στην προσπάθεια των Γερμανών να συλλάβουν τον δράστη, βέβαια, θυσιάστηκαν ένα σωρό αθώοι πολίτες, οι οποίοι λειτούργησαν ως αφορμή για τον διχασμό ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό που ζητούσαν, όμως, οι Γερμανοί και που κατάφερε να τους δώσει τελικά ο λαός, ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα κι ουσιαστικά αυτή η ικανότητα μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων να νικήσει το κακό με την κατάλληλη συνεργασία, είναι που προβάλλεται πολύ έντονα στο έργο.
Φυσικά, όμως, αν αναλογιστεί κάποιος την εποχή, με μεγάλη ευκολία συνειδητοποιεί ότι ένα τέτοιο έργο ήταν αδύνατον να υπάρξει χωρίς τις κατάλληλες τροποποιήσεις που θα το έκαναν να μοιάζει λιγότερο επαναστατικό και περισσότερο θελκτικό στον θεατή της δεκαετίας του 1940. Έτσι, η ιστορία σώζεται με την εισαγωγή της δεσποινίδος Nasha Novotny και της οικογενείας της.
Η νεαρή δεσποινίς, από τις προετοιμασίες του γάμου της, μην έχοντας άλλη επιλογή, καταλήγει να βοηθά την αντίσταση και τον νούμερο ένα καταζητούμενο. Φυσικά η ίδια, πληρώνει το τίμημα με την σύλληψη του πατέρα της, καθηγητή Novotny, κι η κατάσταση της οικογενείας της, μετά την σύλληψη, μοιάζει τραγική. Καθώς οι μόνοι δυο που γνωρίζουν την ταυτότητα του δράστη είναι η Nasha κι ο συλληφθείς, όλοι οι υπόλοιποι, εκφράζουν ό,τι θα σκεφτόταν η οποιαδήποτε οικογένεια που κινδύνευε να χάσει κάποιο μέλος της, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι οι ίδιοι έχουν, εν αγνοία τους, υποθάλψει τον εγκληματία.
Η εξέλιξη της πλοκής, λοιπόν, στήνεται λιθαράκι-λιθαράκι, περιέχοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στην εύκολη πρόσληψη του αντιπολεμικού μηνύματος και την αναγκαιότητα της συνεργασίας του λαού. Το "Και οι δήμιοι πεθαίνουν", με άλλα λόγια, αποτελεί ένα πολύ όμορφο δείγμα αντιναζιστικού φιλμ νουάρ, που παρά την μεγάλη του διάρκεια, προτείνεται σε όλους τους λάτρεις του καλού ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 1943, βασισμένο σε ιστορία των Fritz Lang και Bertolt Brecht, σενάριο του John Wexley και σκηνοθεσία του Fritz Lang, διάρκειας 134 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Brian Donlevy, Anna Lee, Walter Brennan, Nana Bryant, William Roy, Margaret Wycherly, Gene Lockhart, Alexander Granach, Dennis O'Keefe και Hans Heinrich von Twardowski.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb 
Rotten Tomatoes 

27 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Η ωραία κοιμωμένη

Πρωτότυπος τίτλος: Bella addormentata
Αγγλικός τίτλος: Dormant beauty


Η υπόθεση
Η επικείμενη ευθανασία της Eluana Englaro συγκλονίζει την Ιταλία του 2009. Κατά την διάρκεια των τελευταίων επτά ημερών της στην ζωή, εξελίσσονται τρεις, φαινομενικά, ασύνδετες ιστορίες, με πρωταγωνιστές ανθρώπους που έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις για την ζωή και τον θάνατο. Η κόρη ενός γερουσιαστή, που θέλει να καταψηφίσει τον νόμο για την απαγόρευση της ευθανασίας, διαδηλώνει, έξω από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται η Eluana, για τα δικαιώματα της νεαρής κοπέλας να παραμείνει στην ζωή. Η κόρη μιας πολύ μεγάλης ηθοποιού βρίσκεται σε κώμα και διατηρείται στην ζωή με μηχανική υποστήριξη. Τέλος, μια ναρκομανής επιχειρεί ν' αυτοκτονήσει έξω από ένα νοσοκομείο, όμως ένας από τους γιατρούς που εργάζονται εκεί, αρνείται να την αφήσει να πεθάνει.

Η κριτική
"Η ωραία κοιμωμένη" του Marco Bellocchio, δεν έχει καμία σχέση με την ωραία κοιμωμένη του παραμυθιού. Αντίθετα, ο τίτλος της αναφέρεται στην πραγματική ιστορία της Eluana Englaro, μιας Ιταλίδας που βρισκόταν επί 17 ολόκληρα χρόνια σε κώμα, μέχρι την στιγμή που το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε στον πατέρα της ν' απαλλάξει την κόρη του από το μαρτύριό της. Έτσι, νωρίς το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου του 2009, την ίδια ώρα που στο ιταλικό κοινοβούλιο ψηφιζόταν το νομοσχέδιο που θα καταργούσε το δικαίωμα της ευθανασίας στο ανθρώπινο είδος, η κοπέλα απεβίωσε. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως σημείο αναφοράς μια πραγματική ιστορία, που συγκλόνισε την Ιταλία, αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη, ο Bellocchio, δημιουργεί ένα έργο που παρουσιάζει τρεις διαφορετικές απόψεις για την ζωή και τον θάνατο.
Η αλήθεια είναι ότι με το θέμα της ευθανασίας έχουν ασχοληθεί, πριν τον Bellocchio, κι άλλοι κινηματογραφιστές, έχοντας δώσει στον κινηματογράφο ταινίες που δύσκολα τις ξεπερνά κανείς. Όμως, είναι η πρώτη φορά που κάποιος σκηνοθέτης αποπειράται να χρησιμοποιήσει ένα πραγματικό περιστατικό ως βάση της ιστορίας του, της οποίας κεντρικός άξονας δεν είναι η ευθανασία καθεαυτή, αλλά ένας διάλογος ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.
Σε πρώτο πλάνο, έχουμε την πλασματική ιστορία ενός γερουσιαστή, του Uliano Beffardi  (Toni Servillo), ο οποίος, έχοντας βρεθεί σε ανάλογη θέση με αυτή του πατέρα της Eluana, προτίθεται να διακινδυνέψει τη θέση του στο ιταλικό κοινοβούλιο, καταψηφίζοντας τον νόμο περί κατάργησης της ευθανασίας. Στον αντίποδα του δικού του δράματος, όμως, συναντάμε την κόρη του, Maria (Alba Rohrwacher), η οποία, έχοντας εκλάβει πολύ διαφορετικά, απ' τον πατέρα της, τον θάνατο της μητέρας της, διαδηλώνει ενάντια στην απόφαση της οικογένειας Englaro. Στη ζωή της Maria, όμως, θα μπει ο Roberto (Michele Riondino), ένας νεαρός που πιθανώς να την κάνει να καταλάβει την θέση του πατέρα της απέναντι στην οικογενειακή τους απώλεια.
Σε δεύτερο πλάνο, θα δούμε να εξελίσσεται, παράλληλα, η ιστορία μιας μάνας, που όλοι την αποκαλούν "Αγία Μητέρα" (Isabelle Huppert), η οποία συντηρεί την κόρη της στην ζωή με μηχανική υποστήριξη. Η γυναίκα αυτή, όπως μαθαίνουμε στην πορεία, ήταν κάποτε μια σπουδαία ηθοποιός που παραιτήθηκε, πρακτικά, από την ζωή της, μετά το ατύχημα της κόρης της και πλέον, αναπνέει μόνο για να φροντίζει και να προσεύχεται για το παιδί της. Έχοντας ξεχάσει τι είναι να συνομιλεί κανείς ή να ενδιαφέρεται για τους ζωντανούς, έχει αφήσει τον σύζυγο και τον γιό της εκτός της ζωής της ως ζωντανή-νεκρή και βλέπουμε ότι για 'κείνη, το μόνο που έχει σημασία είναι η εξέλιξη της κατάστασης της Eluana, καθώς αποτελεί τον λόγο της ελπίδας ή της απελπισίας της για το δικό της παιδί.
Η τελευταία ιστορία τώρα, αφορά μια γυναίκα που ζει, τα τελευταία χρόνια, υπό την επήρεια ουσιών, την Rossa (Maya Sansa). Έχοντας χάσει, λοιπόν, λόγω της εξάρτησής της, την ικανότητα να νιώσει διάφορα συναισθήματα, αισθάνεται ότι δεν έχει λόγο να διατηρείται, σ' αυτήν την κατάσταση, στην ζωή και προσπαθεί επανειλημμένα ν' αυτοκτονήσει. Όμως, στο δρόμο της νεαρής γυναίκας θα βρεθεί ένας γιατρός που δεν επιτρέπει στον εαυτό του ν' αφήσει κάποιον να εγκαταλείψει μ' αυτόν τον τρόπο τη ζωή. Έτσι ο Δρ. Pallido (Pier Giorgio Bellocchio), αναλαμβάνει τον ρόλο του φύλακα άγγελού της, προσπαθώντας με σκληρό τρόπο να την μεταπείσει.
Κατά γενική ομολογία, το συγκεκριμένο θέμα είναι πολύ λεπτό, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να παρουσιάσει κανείς, με απενοχοποιημένο τρόπο, ιστορίες που να δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να σχηματίσει μια δική του άποψη πάνω στο θέμα της ελευθερίας της βούλησης, όταν αυτό αφορά στην ζωή και τον θάνατο.
Στα συν της συγκεκριμένης ταινίας, λοιπόν, συγκαταλέγεται ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός της προσεγγίζει την ελευθερία του ανθρώπου στο συγκεκριμένο θέμα, αφήνοντάς τον θεατή ν' αναπτύξει από μόνος του, την άποψη που του ταιριάζει. Επίσης, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι οι ερμηνείες είναι άριστες, αναδεικνύοντας έτσι την κάθε ιστορία. Στα μειονεκτήματά της τώρα, συγκαταλέγονται οι αναγκαίοι αργοί ρυθμοί της, που πιθανόν να κουράσουν με μεγάλη ευκολία ένα κοινό που περιμένει να δει κάτι σαν τη "Θάλασσα μέσα μου".
Παρόλα αυτά, αν το θέμα της σας κεντρίζει το ενδιαφέρον, ο Marco Bellocchio, έχει κάνει μια πολύ όμορφη, απλή κι αληθινή προσέγγισή αυτού, χωρίς να δημιουργεί, όμως, μια δυνατή ή συγκλονιστική ταινία. Προτείνεται λοιπόν, κατά κύριο λόγο, στο σινεφίλ κοινό, που το συναρπάζει η ιδέα μιας ταινίας που πραγματεύεται την ζωή και τον θάνατο, μέσα από το πρίσμα της ελεύθερης επιλογής ανάμεσα στα δυο.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Ιταλικό δράμα του 2012, βασισμένο σε ιστορία του Marco Bellocchio, σε σενάριο των Marco Bellocchio, Veronica Raimo και Stefano Rulli και σκηνοθεσία του Marco Bellocchio, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Toni Servillo, Alba Rohrwacher, Michele Riondino, Fabrizio Falco, Isabelle Huppert, Gianmarco Tognazzi, Brenno Placido, Carlotta Cimador, Maya Sansa, Pier Giorgio Bellocchio, Gigio Morra και Roberto Herlitzka.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

12 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Teddy bear

Πρωτότυπος τίτλος: 10 timer til paradis
Αγγλικός τίτλος: Teddy bear


Η υπόθεση
Ο Dennis (Kim Kold) είναι ένας 38χρονος body-builder, που ζει στο ίδιο σπίτι με την δεσποτική μητέρα του. Κάποια μέρα, ο θείος του, θα του προτείνει να τεξιδέψει για λίγες μέρες στην Ταϊλάνδη, ένα μέρος που οι κοινωνικές συναναστροφές με το αντίθετο φύλο είναι πιο εύκολες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του εκεί, ο Dennis θα γνωρίσει την Toi (Lamaiporn Hougaard), μια χήρα, ιδιοκτήτρια ενός γυμναστηρίου κι ανάμεσά τους θ' αναπτυχθεί μια πολύ όμορφη σχέση.

Η κριτική
Το "Teddy bear" με δυο λέξεις μπορεί να περιγραφεί ως μια ιδιαίτερα αληθινή και γλυκιά δραματική ταινία, που βασίζεται στην ζωή ενός άντρα, του οποίου το τερατώδες μέγεθος ξεγελά. Ο Dennis είναι ένας καλοκάγαθος ενήλικας, μ' ένα εξαιρετικά γυμνασμένο σώμα, που διαθέτει, όμως, την αθωότητα ενός παιδιού.
Ο Mads Matthiesen από την πρώτη σκηνή της ταινίας του παρουσιάζει το πρόβλημα του Dennis να επικοινωνήσει ουσιαστικά με το αντίθετο φύλο, κάτι που αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τον ίδιο, όταν, έχοντας φτάσει 38 χρονών, δεν έχει μάθει ακόμα πώς να διεκδικήσει μια γυναίκα και, φυσικά, δεν έχει μπορέσει να δημιουργήσει μια οικογένεια.
Στην ακόλουθη σκηνή, χωρίς περιττά λόγια, ο θεατής θα γνωρίσει την μητέρα του συνεσταλμένου αυτού γίγαντα, κι αμέσως θ' αντιληφθεί την επιρροή που ασκεί αυτή πάνω του και θα καταλάβει τον λόγο που ο Dennis συμπεριφέρεται ακόμα σαν έφηβος. Στην συνέχεια, βέβαια, ο σκηνοθέτης, φροντίζει να κάνει σαφή και τον βαθμό στον οποίο ο συμπαθητικός αυτός άντρας είναι ευνουχισμένος, με την προβολή σκηνών, όπου η μάνα μπαίνει στην τουαλέτα όσο ο γιός κάνει μπάνιο ή που τον στέλνει πίσω να ελέγξει αν έχει, όντως, κλειδώσει την πόρτα.
Η ζωή του Dennis, με απλά λόγια περιστρέφεται γύρω από το σπίτι, την δουλειά και τις λίγες στιγμές ευτυχίας που βρίσκει στο γυμναστήριο, οι οποίες όσο περνάνε τα χρόνια, σταματούν να καλύπτουν το συναισθηματικό κενό που έχει δημιουργήσει η απώλεια της ανθρώπινης επαφής. Κατά τη διάρκεια του γάμου ενός θείου του, ο Dennis, θα παρατηρήσει την ευτυχία του νεόνυμφου ζεύγους και σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα, με την βοήθεια του γαμπρού, θα κάνει ένα ταξίδι αναψυχής στην χώρα καταγωγής της νύφης, την Ταϊλάνδη.
Έχοντας πει, λοιπόν, ψέματα στην μητέρα του για τον πραγματικό προορισμό του, ο Dennis, ταξιδεύει στην Ασία, όπου θα συναντήσει αρκετές εκπορνευόμενες γυναίκες, οι οποίες πρόθυμα θα μείνουν στον ίδιο χώρο μαζί του. Όμως, ο Dennis, δεν έχει ανάγκη από σαρκική επαφή κι από την ικανοποίηση που θα του δώσει η αντίδραση της αποκάλυψης του σώματός του στις νεαρές κοπέλες. Έτσι, όντας δυσαρεστημένος από την ανικανότητά του να "επικοινωνήσει" με το άλλο φύλο, θα καταφύγει στο μόνο μέρος που θα του δώσει λίγες στιγμές απόλαυσης, που δεν είναι άλλο από το τοπικό γυμναστήριο.
Εκεί, θα τον υποδεχτεί με χαρά ένας νεαρός θαυμαστής του και μέσω αυτού, θα γνωρίσει την ιδιοκτήτρια του γυμναστηρίου, την Toi. Η αμοιβαία συμπάθεια των δυο βασανισμένων πλασμάτων, θα εξελιχθεί σε μια αγνή αγάπη, η οποία θα λειτουργήσει σωτήρια και για τους δυο, καθώς θα δώσει την δύναμη στον Dennis να διεκδικήσει τα αυτονόητα και θα βγάλει από την μίζερη κι άνευ ουσίας ζωή της την Toi.
O Mads Matthiesen, πέντε χρόνια μετά την μικρού μήκους ταινία του "Dennis" αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, με κεντρικό ήρωα τον ίδιο αξιολάτρευτο χαρακτήρα. Με μια πρώτη ματιά, ο θεατής, καταλαβαίνει ότι τα φαινόμενα, πολλές φορές, απατούν, καθώς αυτό το 38χρονο τέρας, συμπεριφέρεται ως ένα αγνό πρόβατο. Σε δεύτερο πλάνο, όμως, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, βρισκόμαστε απέναντι σε μια βαριά τραυματισμένη ψυχή που βρίσκει επιτέλους το κουράγιο να κάνει μερικά μικρά κι αργά βήματα για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών της.
Το "Teddy bear" διαθέτει άκρως φυσικές ερμηνείες, με τον Kim Kold να αγγίζει τα όρια του αξιολάτρευτου, και μια ήρεμη σκηνοθεσία. Η ταινία είναι τραβηγμένη με κάμερα στο χέρι, χωρίς όμως να μοιάζει με τις ταινίες του Δόγματος, καθώς με τους χαρακτήρες που παρουσιάζει καταφέρνει να δημιουργήσει μια γλυκιά ατμόσφαιρα, η οποία ενισχύεται κι από τη μουσική επένδυση, κι εστιάζει περισσότερο στο να πει την ιστορία του ανθρώπου αυτού, παρά στο να κάνει κάποια δήλωση. Έχοντας αργούς ρυθμούς, κατά κύριο λόγο προτείνεται στο σινεφίλ κοινό, που έχει την διάθεση να δει μια όμορφη, αλλά καθυστερημένη ιστορία ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Δανέζικο δράμα του 2012, σε σενάριο των Mads Matthiesen και Martin Zandvliet και σκηνοθεσία του Mads Matthiesen, διάρκειας 92 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Kim Kold, Lamaiporn Hougaard και Elsebeth Steentoft.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

9 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Έγκλημα στη λίμνη

Πρωτότυπος τίτλος: La sirga
Αγγλικός τίτλος: The towrope


Η υπόθεση
Η Alicia (Joghis Seudin Arias) είναι μια νεαρή κοπέλα που έχασε και τους δυο γονείς της κατά την τελευταία επίθεση στο χωριό της. Μην έχοντας πια πού να μείνει, ξεκινά να βρει τον μοναδικό συγγενή της, τον αδελφό του πατέρα της, Oscar (Julio César Roble), κι ιδιοκτήτη ενός εγκαταλελειμμένου κι ετοιμόρροπου πανδοχείου στην άκρη μιας λίμνης. Κατά την παραμονή της εκεί, θα βοηθήσει τον Oscar να επιδιορθώσει τις ζημιές, που έχουν προκληθεί από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες.

Η κριτική
Το "Έγκλημα στη λίμνη" είναι ένα δραματικό έργο, που εστιάζει στην καταγραφή της καθημερινής ζωής μιας ολόκληρης κοινότητας, η οποία προσπαθεί, με τα όποια μέσα διαθέτει, να ξαναφτιάξει όλα όσα έχουν καταστραφεί.
Η ταινία ξεκινά, δείχνοντας εικόνες από τα απομεινάρια κάποιας επίθεσης, έπειτα ακολουθεί μια εικόνα του τοπίου της περιοχής και μετά εμφανίζει την εικόνα ενός "λόφου", ο οποίος παρά τα όσα συμβαίνουν στον περιβάλλοντα χώρο, συνεχίζει να επιπλέει στο νερό της λίμνης και να κατευθύνεται προς έναν άγνωστο τόπο. Η εισαγωγή στο κεντρικό θέμα του έργου, ολοκληρώνεται με δυο γαλότσες που διασχίζουν το υγρό έδαφος και με την Alicia να σωριάζεται, από την ταλαιπωρία, στη γη.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ολόκληρο το έργο είναι ένας συνεχής συμβολισμός κι ότι η Alicia δεν είναι στην πραγματικότητα κάποιο πρόσωπο, αλλά μια ιδέα ή μια έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να καλυτερεύσει την ζωή του, ακόμα κι όταν η απειλή μιας επικείμενης εχθρικής εισβολής είναι πιο κοντά από ποτέ, καθώς η παρουσία της, γεννά ταυτόχρονα ελπίδα και φόβο.
Με το που θα μεταφερθεί η Alicia στο πανδοχείο του θείου της κι αφού γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις, βλέπουμε ότι η κοπέλα θα παραμείνει ως φιλοξενούμενη εκεί, όμως για την στέγη που της προσφέρεται θα πρέπει να προσφέρει κι αυτή τα ελάχιστα στον οικοδεσπότη της. Έτσι, ξεκινά με το μαγείρεμα και σιγά-σιγά, θα πάρει την πρωτοβουλία να βοηθήσει στις επιδιορθώσεις του κτηρίου.
Η Alicia, είναι ένα βασανισμένο πλάσμα, με μόνο δείγμα των τραυμάτων που φέρει, το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια, ξεκινά πάλι να υπνοβατεί. Παρόλα αυτά, η παρουσία της σ' ένα μέρος που οι κάτοικοί του είναι συμβιβασμένοι με την ρουτίνα της καθημερινότητας, λειτουργεί ανανεωτικά. Η Alicia θα ξυπνήσει την περιέργεια των κατοίκων, θα τους κάνει να την ερωτευτούν και να ονειρευτούν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που ζουν, αλλά ταυτόχρονα, η παρουσία της εκεί, θα σημάνει για πολλούς τον κίνδυνο μιας επίθεσης.
Η διάθεση, όμως, που δείχνει αυτό το πλάσμα για τη ζωή, λειτουργεί ανανεωτικά για όλα τα άτομα που θα την συναναστραφούν. Μετά την έλευσή της και με την βοήθεια που θα προσφέρει ως αντάλλαγμα, θα δούμε ότι το πανδοχείο θα πάρει την καλύτερη μορφή που είχε ποτέ, ο, για καιρό εξαφανισμένος ξάδελφός, της επιστρέφει, ο θείος της ξεκινά να εκτρέφει πέστροφες, ο νεαρός βαρκάρης την ερωτεύεται κι όλα γύρω της παρουσιάζουν μια ρεαλιστική τάση καλυτέρευσης. Μπορεί οι άνθρωποι του χωριού να κάνουν συνεχώς προσπάθειες για βελτίωση και να ονειρεύονται, όμως, κανείς δεν ξέρει αν τα όνειρά τους θα πραγματοποιηθούν τελικά.
Ο William Vega έχει δημιουργήσει ένα έργο που μιλά μέσω των εικόνων που παρουσιάζει κι όχι τόσο μέσω της αφήγησης. Προβάλλοντας μια καθημερινότητα κι εστιάζοντας σε κάποιες ανεπαίσθητες λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, που χάνονται στην συνολική εικόνα, δίνει στο κοινό ένα περισσότερο ποιητικό και τεχνικό έργο, με θέμα την ζωή των ανθρώπων στις απομακρυσμένες και τρομοκρατούμενες περιοχές γύρω από τις Άνδεις. Όντας λοιπόν μια ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα κι άκρως αλληγορική ταινία, προτείνεται κατά κύριο λόγο στους σινεφίλ θεατές του χώρου.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Κολομβιανό δράμα του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του William Vega, διάρκειας 88 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joghis Seudin Arias, Julio César Roble, David Guacas, Floralba Achicanoy και Heraldo Romero.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes

5 Δεκεμβρίου 2012

(1964) Άμλετ

Πρωτότυπος τίτλος: Гамлет (Gamlet)
Αγγλικός τίτλος: Hamlet


Η υπόθεση
Η Δανία θρηνεί τον θάνατο του βασιλιά της, όμως μέσα σ' ένα διάστημα δυο μηνών μόλις, ο νέος βασιλιάς κι αδελφός του αποθανόντος, Κλαύδιος (Mikhail Nazvanov), διοργανώνει γιορτή στο παλάτι, για να γιορτάσει τον γάμο του με την χήρα βασίλισσα και μητέρα του πρίγκιπα Άμλετ (Innokentiy Smoktunovskiy), Γερτρούδη (Elza Radzina). Το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, θα εμφανιστεί στον πρίγκιπα Άμλετ, αποκαλύπτοντάς του ότι στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από τον Κλαύδιο και θα του ζητήσει να πάρει εκδίκηση για τον φόνο. Ο Άμλετ, διχασμένος, σχεδιάζει ν' αποκαλύψει την σκευωρία του Κλαύδιου και ν' αποδώσει δικαιοσύνη, όπως τον διέταξε το φάντασμα του πατέρα του. Μέσα από μια σειρά αλληλένδετων γεγονότων, το βασίλειο της Δανίας, καλύπτεται από ένα πέπλο θανάτου, του οποίου θύματα είναι κι αθώα πλάσματα, όπως η Οφηλία (Anastasiya Vertinskaya).

Η κριτική
Ο "Άμλετ" του Grigori Kozintsev θεωρείται, από πολλούς κριτικούς, η καλύτερη μεταφορά του θεατρικού έργου του William Shakespeare, στην μεγάλη οθόνη, κι αυτό όχι άδικα. Όντας, δε, ένα κλασικό πια, δημιούργημα, του οποίου η αρτιότητα αγγίζει την κινηματογραφική τελειότητα, χωρίς να διαβρώνει ούτε στο ελάχιστο, το θεατρικό κείμενο, είναι πρακτικά αδύνατον ν' ασκηθεί κριτική, χωρίς αυτή να καταλήγει να πλέκει, ουσιαστικά, εγκώμιο στον σκηνοθέτη.
Επειδή, επίσης, δεν αξίζει τον κόπο να σταθεί κάποιος στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου, μιας κι ο "Άμλετ" έχει υποστεί άπειρες αναλύσεις με το πέρας των χρόνων, καθώς θεωρείται από πολλούς το ύψιστο αριστούργημα του Άγγλου δραματουργού, θα κάνω μια αναγωγή στην βασική διαφορά θεάτρου και κινηματογράφου για να εξηγήσω, μετά, τον λόγο που η συγκεκριμένη απόδοση του έργου, αξίζει αντικειμενικά να συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Με την έναρξη του κινηματογράφου, τα θέατρα, σε παγκόσμια κλίμακα, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Κι αυτό, γιατί ήταν πολύ δύσκολο ένας θίασος να συναγωνιστεί τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, που έκαναν εμφανή τα συναισθήματα των χαρακτήρων σε όλη την αίθουσα κι όχι μόνο στους προνομιούχους των πρώτων σειρών ή των πλουσίων αρχόντων που, από τα θεωρεία τους, μπορούσαν, με τα κιάλια, να έχουν μια καθαρή εικόνα των προσώπων των ηθοποιών. Το κυριότερο όμως, ήταν φύσει αδύνατον, ένας θίασος να συναγωνιστεί τις μαγικές εικόνες, εξωτικών τοπίων, που είχε τη δυνατότητα ο κινηματογράφος να παρουσιάσει στον θεατή.
Γι' αυτό το λόγο, οι θίασοι σταδιακά αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους, ανεβάζοντας κλασικά δράματα, των οποίων το περιεχόμενο είχε τη δυνατότητα να συγκινήσει και να παιδεύσει τον θεατή. Έτσι, σταδιακά, επήλθε ένας διαχωρισμός του κοινού. Τα λαϊκά στρώματα, έδειχναν μια ξεκάθαρη προτίμηση στον κινηματογράφο, του οποίου ο κύριος στόχος ήταν η ψυχαγωγία, ενώ οι ανώτερες τάξεις, συνέχιζαν να επιλέγουν το θέατρο στις εξόδους τους, καθώς εκτός από ψυχαγωγία, προσέφερε παράλληλα και παίδευση του κοινού.
Σήμερα, βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει. Ο κινηματογράφος είναι μια αναγνωρισμένη μορφή τέχνης, που έχει δώσει πολλά ποιοτικά διαμάντια. Παρόλα αυτά, όμως, η αντίληψη ότι το μέσο αυτό αποτελεί μια πιο ευτελή μορφή τέχνης, συγκριτικά με το θέατρο, δεν έχει εκλείψει. Το γεγονός αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω παράλογο, καθώς αν αναλογιστεί κανείς το χρονικό διάστημα που καλύπτει η ιστορία του θεάτρου, συγκριτικά με του κινηματογράφου, εύκολα καταλαβαίνει ότι τα θεατρικά έργα που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, έχουν μια αρτιότητα διαχρονική που, πολύ δύσκολα, θα μπορέσει να τα συναγωνιστεί μια τέχνη που γεννήθηκε πριν έναν αιώνα.
Κι έρχομαι, λοιπόν, στο προκείμενο. Τα έργα του Shakespeare, διακρίνονται για την τραγικότητα των ηρώων τους. Τραγικότητα που, όμοια με αυτή των αρχαίων τραγωδιών, οφείλονται στη σύγκρουση του ήρωα με τη μοίρα του κι οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής του θεατή. Ο κορυφαίος τραγικός ήρωας, επίσης, του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού, θεωρείται ο Άμλετ κι έπειτα ο Βασιλιάς Ληρ.
Αν και τα έργα του γνωστού τραγικού ποιητή, είναι πολυπρόσωπα κι η σκηνή απαιτεί πολλές εισόδους κι εξόδους, οπότε θεωρητικά είναι ένας εύκολος δραματουργός για κινηματογραφική μεταφορά, η πραγματικότητα μάλλον αναιρεί την άποψη αυτή. Η τραγικότητα των έργων του Shakespeare, δυστυχώς, δεν βρίσκεται μόνο στους ήρωές του, αλλά και στον λυρισμό του λόγου τους. Έναν λυρισμό καθαρά θεατρικό, που, αν δεν είχα δει τον "Άμλετ" του Kozintsev θα έλεγα ότι είναι αδύνατο να μεταφερθεί κινηματογραφικά, χωρίς ίχνος θεατρικής αναφοράς και να διατηρήσει το μεγαλείο του αρχικού κειμένου.
Ο Kozintsev, έχοντας κάνει μια επεξεργασία οχτώ ετών στο σενάριο και έχοντας σπαταλήσει δυο χρόνια για τα γυρίσματα του σοβιετικού "Άμλετ", έχει καταφέρει να διατηρήσει τον λυρισμό του σαιξπηρικού κειμένου, συμπληρωμένου με μια εικόνα τόσο ρεαλιστική, που κάνει τον θεατή να ξεχάσει τη θεατρική αναφορά και τον ωθεί ν' αναγνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο κι όχι τον τραγικό ήρωα, στον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Άμλετ.
Η ερμηνεία του Innokentiy Smoktunovskiy, ως Άμλετ, είναι κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Η πλαισίωσή του, δε, από εφάμιλλες ερμηνείες, όπως αυτή του Mikhail Nazvanov, ως Κλαύδιος, ή της Anastasiya Vertinskaya, ως Οφηλία και της Elza Radzina, ως Γερτρούδη, συνθέτουν ένα δράμα υποκριτικής αρτιότητας, το οποίο, συμπληρώνει η ευφάνταστη μουσική επένδυση του κορυφαίου συνθέτη, Dmitri Shostakovich. Η μουσική του έργου, χωρίς να έχει την λειτουργία της συνοδείας, μεταφέρει στον θεατή τη συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, αιχμαλωτίζοντάς τον.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία τώρα, το κυριότερο στοιχείο της αριστουργηματικότητάς της, είναι ότι προσανατολίζεται κινηματογραφικά κι όχι θεατρικά. Όμως, αξίζει ν' αναφέρουμε τις υπέροχες εμπνεύσεις εικόνας, που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό του θεατή. Κάποιες από αυτές, είναι η αντίθεση της βραχώδους στεριάς με την τρικυμισμένη θάλασσα, της τεράστιας σκιάς του βασιλιά που καλύπτει ολόκληρο το κάστρο της Δανίας ή της θεατρικής αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά, που γίνεται υπό το φως της δάδας και με φόντο την θάλασσα.
Κατά κύριο λόγο, προτείνεται στο σινεφίλ κινηματογραφικό κοινό, αλλά και στους λάτρεις του θεάτρου, καθώς το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την απόδειξη ότι ο κινηματογράφος, είναι μια ισάξια μορφή τέχνης.

Βαθμολογία: 5/5
Τα σχετικά
Σοβιετικό δράμα του 1964, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του  William Shakespeare, σε μετάφραση του Boris Pasternak, σενάριο και σκηνοθεσία του Grigori Kozintsev και μουσική του Dmitri Shostakovich, διάρκειας 140 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Innokentiy Smoktunovskiy, Anastasiya Vertinskaya, Mikhail Nazvanov, Elza Radzina, Vladimir Erenberg και Stepan Oleksenko.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

4 Δεκεμβρίου 2012

(2012) Κάτι σαν έρωτας

Πρωτότυπος τίτλος: Like someone in love
Αγγλικός τίτλος: The end


Η υπόθεση
Η Akiko (Rin Takanashi) είναι μια νεαρή φοιτήτρια της κοινωνιολογίας που κερδίζει τα προς το ζην μέσω της πορνείας. Ο κύριος Takashi (Tadashi Okuno), πάλι, είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, πρώην καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Akiko και καταξιωμένος συγγραφέας και μεταφραστής. Μια νύχτα, η Akiko, θα επισκεφτεί τον κύριο Takashi, για να του προσφέρει τις υπηρεσίες της και την επόμενη μέρα, αφού περάσει τη νύχτα στο σπίτι του, οι ζωές των δυο τους θα μπερδευτούν απροσδόκητα, με την εμφάνιση του αρραβωνιαστικού της νεαρής Akiko, τον Noriaki (Ryo Kase).

Η κριτική
Το "Κάτι σαν έρωτας" αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία, καθώς αναμειγνύει στοιχεία από τρεις διαφορετικές εθνικές κινηματογραφίες. Από τη μια έχουμε τον λιτότητα του Ιρανικού κινηματογράφου, τον πουριτανισμό του Ιαπωνικού πολιτισμού, που χαρακτηρίζει και την εθνική κινηματογραφία, και τέλος η ιστορία εκτυλίσσεται με αργούς ρυθμούς, χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, έχοντας ως απώτερο στόχο την έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων.
Ο Abbas Kiarostami, στην νέα του ταινία ασχολείται μ' ένα, αρκετά ιδιόμορφο, ερωτικό τρίγωνο, ο συνδετικός κρίκος του οποίου είναι η νεαρή Akiko. Η όμορφη κοπέλα, η οποία χρησιμοποιεί το σώμα της ως πηγή εσόδων, είναι ένα πλάσμα αρκετά μπερδεμένο που φαίνεται να ψάχνει συνεχώς διεξόδους αποφυγής των προβλημάτων της, αντί να προσπαθήσει να τα λύσει, με χαρακτηριστικότερη σκηνή, αυτή στο ταξί, που ζητά από τον οδηγό να συνεχίσει να κάνει κύκλους σε μια πλατεία. Παράλληλα, η συνεχής προσπάθειά της, ν' ακούει από τα στόματα των άλλων ανθρώπων ότι μοιάζει με τις υπόλοιπες γυναίκες, όπως επίσης το γεγονός ότι αποφεύγει να συναναστραφεί ουσιαστικά με τον υπόλοιπο κόσμο ή το ότι κρατά σε απόσταση από την τωρινή της ζωή όσους την γνωρίζουν πραγματικά, είναι ενδεικτικά στοιχεία της σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η πρωταγωνίστρια.
Το ακριβώς αντίθετο από την νεαρή Akiko, βλέπουμε πως είναι ο ώριμος κύριος Takashi. Ο Takashi, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Tadashi Okuno, είναι ένας άντρας που έχει μια ακατανίκητη ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, όχι όμως σε σαρκικό επιπέδο. Όταν θα κάνει την εμφάνισή του η νεαρή κοπέλα στο σπίτι του, μετά από ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό τηλεφώνημα, το οποίο δεν λέει να τελειώσει, ο ηλικιωμένος άντρας κάθεται να κουβεντιάσει με την κοπέλα κι έπειτα, αφού εκείνη ζητήσει να επισκεφτεί την τουαλέτα, προσπαθεί να την πείσει να του κάνει παρέα στο δείπνο ή έστω να πιούν ένα ποτήρι κρασί μαζί.
Τέλος ο Noriaki, ο νεαρός αρραβωνιαστικός της Akiko, είναι το πρόσωπο που, με την παρουσία του, θα βοηθήσει στην καλύτερη ανάδειξη των υπολοίπων χαρακτήρων. Ο Noriaki, είναι ένα παιδί που παράτησε το σχολείο για να πιάσει δουλειά, δεν καταλαβαίνει την σημασία των σπουδών και των βιβλίων, πιστεύει στις παραδόσεις κι είναι ένας πολύ ανοιχτός και καλόκαρδος άνθρωπος που χρειάζεται απεγνωσμένα να κατακτήσει το ακατόρθωτο, δηλαδή την Akiko. Η σκηνή στην οποία οι δυο άντρες συνομιλούν, είναι ίσως η πιο ουσιαστική ολόκληρου του δράματος, καθώς εκεί, αφού έχουν συστηθεί πια όλοι οι χαρακτήρες, θ' αρχίσουν ν' αποκωδικοποιούνται πολλά στοιχεία της ψυχολογίας των τριών ηρώων.
Η συγκεκριμένη ταινία, δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί κάτι το εξαίσιο. Μοιάζει περισσότερο μ' ένα πείραμα του καταξιωμένου Kiarostami, το οποίο μέσα στην ηρεμία που το διακρίνει, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Σαφώς κι υποκριτικά ολόκληρη την ταινία την βαστά ο Tadashi Okuno, ωστόσο όμως, δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που να συμβάλει περισσότερο στην ανάδειξη των υπόλοιπων προσωπικοτήτων, παρά ο καθένας βοηθά στην αποκάλυψη περισσοτέρων στοιχείων για τους γύρω του. Η φωτογραφία κι η μουσική επένδυση, εξυπηρετούν φανερά την υπόλοιπη σκηνοθετική άποψη, εμπλουτίζοντας τις μακρόσυρτες σκηνές. Παρατηρούμε επίσης, ότι σημαντικότερο ρόλο, στην αποκωδικοποίηση των χαρακτήρων, παίζουν οι σιωπές κι οι ήχοι ή τα πρόσωπα που παρεμβάλλονται, παρά οι ίδιοι οι χαρακτήρες με τα λόγια ή τις πράξεις τους.
Μια όμορφη ταινία, που με την απουσία της δράσης, μιλά για τις κοινωνικές ανάγκες και τις ανθρώπινες σχέσεις, παραθέτοντάς μας την διπλή ζωή μιας κοπέλας, η οποία γίνεται αφορμή να διασταυρωθούν οι δρόμοι τριών εντελώς διαφορετικών προσωπικοτήτων και να φωτιστούν οι διάφορες πλευρές της ζωής τους. Η ταινία, λόγω των ρυθμών αλλά και της ιδιαιτερότητας των στοιχείων που περιέχει, προτείνεται κατά κύριο λόγο στο σινεφίλ κοινό.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλο-Ιαπωνικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Abbas Kiarostami, διάρκειας 109 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Rin Takanashi, Tadashi Okuno και Ryo Kase.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes 

30 Νοεμβρίου 2012

(2010) Στην καρδιά του χειμώνα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Winter's bone


Η υπόθεση
Η Ree (Jennifer Lawrence), είναι μια 17χρονη κοπέλα που έχει αναλάβει να σηκώσει στις πλάτες της όλα τα οικογενειακά βάρη. Έχοντας έναν πατέρα που είναι απών και μια μητέρα με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο, για ν' αναθρέψει τα δυο μικρότερα αδέλφια της. Κάποια μέρα, θα την επισκεφθεί ο σερίφης της πόλης και θα την ενημερώσει για ένα δικαστήριο στο οποίο, προκειμένου να μην χάσουν το σπίτι και τη γη τους, θα πρέπει να παραστεί ο πατέρας της, ο οποίος, εν αγνοία της οικογένειάς του, έχει βάλει υποθήκη την περιουσία τους. Η Ree, αγνοώντας τις φιλικές συμβουλές όσων της λένε να σταματήσει, θα ψάξει τον πατέρα της, για να καταφέρει να κρατήσει τα λιγοστά υπάρχοντα της οικογένειάς της.

Η κριτική
Η ταινία, είναι ένα καθαρόαιμο δράμα της ανεξάρτητης αμερικάνικης κινηματογραφίας, με κύριο πρωταγωνιστικό πρόσωπο, την κοινωνία που συγκροτούν οι κάτοικοι μιας μίζερης επαρχίας. Μια κοινωνία που διέπεται από δικούς της κανόνες και νόμους, οι οποίοι δεν συνάδουν απαραίτητα με αυτούς που ορίζει η Πολιτεία.
Αρχικά, θα γνωρίσουμε την 17χρονη Ree και θα παρακολουθήσουμε την σχέση που έχει η νεαρή με τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και τους γείτονές της, οι οποίοι προμηθεύουν την οικογένεια με τ' απαραίτητα και δεν αρνούνται να φιλοξενήσουν τα ζώα της, όταν εκείνη αδυνατεί να τα θρέψει. Παρόλο που η Ree είναι κόρη ενός άντρα, ο οποίος είναι γνωστό ότι είναι μπλεγμένος με τον κόσμο των ναρκωτικών, ότι κατασκευάζει και κάνει χρήση μεθαδόνης, εκείνη επιλέγει να μείνει μακριά από τον υπόκοσμο και προσπαθεί να διδάξει στα μικρότερα αδέλφια της, παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου, τα βασικά στοιχεία ανεξαρτησίας, όπως το κυνήγι και το μαγείρεμα.
Όταν η νεαρή Ree, μαθαίνει για την υποθήκη και την έξωση που πρόκειται να γίνει στην οικογένειά της σε μια βδομάδα, αποφασίζει να πάει κόντρα σε όλους και, με έναν ιδιαίτερα ήρεμο τρόπο, προσπαθεί να βρει τον άνθρωπο που ευθύνεται για την ψυχολογική αστάθεια της μητέρας της, αλλά και για την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι πουθενά η νεαρή πρωταγωνίστρια δεν φαίνεται ν' αποδίδει ευθύνες σ' αυτόν τον άνθρωπο. Είναι απολύτως συμβιβασμένη με τα όσα συμβαίνουν στη ζωή της κι ο μόνος λόγος που είναι αποφασισμένη να βρει τον πατέρα της είναι από ανάγκη. Όπως επίσης, από ανάγκη θέλει να καταταγεί στον στρατό, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα των όσων θα χρειαστεί να θυσιάσει, επιπλέον.
Ο κόσμος των ναρκωτικών, των ξεπεσμένων ανθρώπων, που σταδιακά θα γνωρίσουμε, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τους απλούς και καθαρούς γείτονες της νεαρής Ree. Ίσως, η μόνη τους διαφορά να είναι η έλλειψη φιλοξενίας των πρώτων, όμως οι κώδικες τιμής είναι ίδιοι για όλους. Για παράδειγμα, το ίδιο κατακριτέο θεωρείται απ' όλους τους κατοίκους το "κάρφωμα". Επίσης, αν εξαιρέσει κανείς την αρχική πρόθεση όλων ν' αποτρέψουν την νεαρή Ree να ψάξει για τον αγνοούμενο πατέρα της, κανένας δεν την αφήνει πλήρως αβοήθητη. Σιγά-σιγά, όλοι ξαναγυρίζουν και της προσφέρουν τη βοήθεια που της αρνήθηκαν ή κάνουν τα στραβά μάτια και μοιράζονται διάφορες πληροφορίες.
Τα ψυχρά χρώματα που χρησιμοποιούνται, τα ερειπωμένα τοπία, η αργή εξέλιξη κι οι άκρως ρεαλιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, συμβάλουν στην κατανόηση του ψυχισμού της ηρωίδας, αλλά και των υπολοίπων κατοίκων. Βρισκόμαστε σ' ένα μέρος άγονο, που βρίθει από ακαλλιέργητους ανθρώπους που απλώς ζουν τις ζωές τους, όσο καλύτερα μπορούν, μέχρι να φύγουν από τούτο τον κόσμο. Όμως, βλέπουμε ότι πέρα από αυτόν τον δυσάρεστο συμβιβασμό με τη ζωή, που κατά μια έννοια κρατά φυλακισμένους τους ανθρώπους της πόλης αυτής στη μιζέρια τους, όλοι οι κάτοικοι, κατά έναν τρόπο έχουν αναπτύξει δεσμούς συγγένειας μεταξύ τους κι είναι όλοι αληθινοί. Ο μόνος που ξεχωρίζει, αρνητικά, είναι ο σερίφης, ο οποίος σε αντίθεση με τους κατοίκους, είναι ένας  δειλός ψευτό-μαγκας που καταπατά τους άγραφους νόμους των υπολοίπων.
Το "Στην καρδιά του χειμώνα" είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ταινία, που προτείνεται κυρίως στο σινεφίλ κοινό, λόγω των αργών ρυθμών του, αλλά και στους λάτρεις της αμερικάνικης επαρχίας, καθώς ολόκληρη η ταινία αποτελεί ένα ψυχογράφημα αυτής.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο δράμα του 2010, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Daniel Woodrell, σε σενάριο των Debra Granik και Anne Rosellini και σκηνοθεσία της Debra Granik, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Jennifer Lawrence, John Hawkes Garret Dillahunt και Dale Dickey.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb
Rotten Tomatoes

26 Νοεμβρίου 2012

(2012) Σώμα με σώμα

Πρωτότυπος τίτλος: De rouille et d'os
Αγγλικός τίτλος: Rust and bone


Η υπόθεση
Ο Ali (Matthias Schoenaerts) είναι ένας φτωχός κι άστεγος νεαρός άντρας, που ταξιδεύει μαζί με τον γιό του, Sam (Armand Verdure), προς τη νότια Γαλλία, με σκοπό να βρει την αδελφή του, Anna (Corinne Masiero), η οποία θα του παράσχει στέγη στο γκαράζ του σπιτιού της, θ' αναλάβει την φροντίδα του μικρού Sam και θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως υπεύθυνος ασφάλειας σ' ένα club. Εκεί, ο Ali, θα γνωρίσει την Stéphanie (Marion Cotillard), την οποία λόγω ενός τραυματισμού, θα συνοδεύσει σπίτι και θα της αφήσει το τηλέφωνό του. Η Stéphanie είναι μια γυναίκα από διαφορετική κοινωνική τάξη, η οποία εργάζεται ως εκπαιδεύτρια στο Marineland, ένα θαλάσσιο πάρκο με όρκες. Μετά από ένα ατύχημα στη δουλειά της, το οποίο θα της στερήσει τα δυο της πόδια, η Stéphanie θα καλέσει τον Ali, σε μια ανάγκη επικοινωνίας με κάποιον άνθρωπο. Έτσι, θα ξεκινήσει ν' αναπτύσσεται μια ειλικρινής σχέση, ανάμεσα στους δυο ήρωες.

Η κριτική
Το "Σώμα με σώμα" είναι μια ταινία που μιλά για την έννοια της αγάπης, προβάλλοντας την αστείρευτη ψυχική δύναμη του ανθρώπου, η οποία δεν γνωρίζει όρια. Ως πρωταγωνιστές, θα γνωρίσουμε δυο κατεστραμμένες ψυχές, τον Ali και τη Stéphanie. Ο πρώτος είναι ένας ψυχολογικά ανάπηρος άντρας κι η δεύτερη, μια σωματικά ανάπηρη γυναίκα. Σημαντική λεπτομέρεια για τον χαρακτήρα της Stéphanie, παίζει το γεγονός ότι η σωματική αναπηρία της είναι επίκτητη, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής της.
Ο Ali, είναι ένας άντρας που ενώ δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρει την δική του ταυτότητα, φορτώνεται στις πλάτες του, τον 5χρονο γιό του, τον οποίο δεν ξέρει πώς να φροντίσει και κυρίως πώς ν' αγαπήσει. Ξέρει βέβαια, ότι είναι χρέος του, να παράσχει στο παιδί μια στέγη και όλα τ' απαραίτητα για να ζήσει, αλλά δεν ξέρει πώς να το πράξει αυτό. Έτσι, καταλήγει να ζητήσει βοήθεια από την αδελφή του, η οποία είναι μια εξίσου βασανισμένη ψυχή, που όμως, έχει καταφέρει να κουτσοφέρει βόλτα τη ζωή της. Εκείνη αναλαμβάνει το παιδί και βοηθά τον αδελφό της όσο μπορεί στην εύρεση εργασίας, αλλά πέρα από την πρακτική συνεισφορά της στη σωτηρία του, δεν έχει τα μέσα να τον βοηθήσει ψυχολογικά.
Τον ρόλο του ψυχολογικού υποστηρικτή του Ali, αν κι αρχικά εκείνος μοιάζει να βοηθά την κοπέλα, αναλαμβάνει η Stéphanie, όταν, μετά το ατύχημα, νιώθει την ανάγκη να σταματήσει να αισθάνεται τον οίκτο και την λύπηση του κύκλου της. Γι' αυτό το λόγο, μέσα στις απεγνωσμένες προσπάθειές της, ν' αυτοκτονήσει ή ν' απωθήσει τους δικούς της ανθρώπους, μένοντας απαθής, θα καλέσει εκείνον τον άντρα που είχε μεν την ευγένεια να τη συνοδέψει στο σπίτι της, αλλά και το θράσος να της πει ευθέως ότι το ντύσιμό της είναι τόσο προκλητικό όσο μιας πόρνης. Πράγματι, η συναισθηματική ανικανότητα που έχει ο Ali, της δίνει το κουράγιο που χρειάζεται να συνεχίσει τη ζωή της και πλέον εκείνη είναι που έχει το χρέος ν' αναλάβει τον ρόλο του παιδαγωγού του Ali, κάνοντάς τον να ενδιαφερθεί για τη ζωή και τους γύρω του, ουσιαστικά κι όχι σαρκικά.
Τη συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίζει μια ρεαλιστική ωμότητα, η οποία, χωρίς να συνδέεται με τη σωματική βία, παρουσιάζει σε όλη της την έκταση την ανθρώπινη δυστυχία. Το γεγονός, όμως, ότι επιλέγει να δείξει την ανθρώπινη δύναμη που πάει κόντρα στη μιζέρια της ζωής με τον πιο σκληρό τρόπο, την κάνει μεγαλειώδη. Έκπληξη προκαλεί η σκηνή που η Stéphanie επισκέπτεται μετά το ατύχημα το θαλάσσιο πάρκο και βλέπει κάποια από τις όρκες που της προκάλεσαν το ατύχημα. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα κάλλιστα θα μπορούσε ν' αποτελέσει έναν ύμνο στον αναγκαστικό συμβιβασμό που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος με κάποιες καταστάσεις, για να μπορέσει, συγχωρώντας, να προχωρήσει παρακάτω. Την δύναμη να ζήσουμε την έχουμε όλοι, η αποδοχή του εαυτού μας είναι αυτή που μας βοηθά να την ζήσουμε πραγματικά.
Έχοντας μια συμπαθητική και σε κάποιες στιγμές εξαίσια φωτογραφία, μια υπέροχη σκηνοθεσία, που σταματά κάποιες στιγμές την κανονική ροή της για να εντείνει τις αισθήσεις του θεατή, μια πανέμορφη μουσική κι εξαιρετικές ερμηνείες, με την Marion Cotillard να δίνει ρεσιτάλ, το έργο αποτελεί ένα ρεαλιστικό δράμα που δίνει στους ήρωές του το καρπούζι και το μαχαίρι και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους.
Προτείνεται κατά κύριο λόγο στο σινεφίλ κοινό, στους λάτρεις του γαλλικού κινηματογράφου, στους θαυμαστές της Marion Cotillard, αλλά και σ' όσους ψάχνουν για μια καλή δραματική ταινία, που δεν αφήνει περιθώρια για ψυχοπλάκωμα, καθώς βουτάει τη ζωή απ' τα μαλλιά.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2012, βασισμένο σε ιστορία του Craig Davidson, σε σενάριο των Jacques Audiard και Thomas Bidegain και σκηνοθεσία του Jacques Audiard, διάρκειας 120 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Marion Cotillard, Matthias Schoenaerts, Armand Verdure, Corinne Masiero, Jean-Michel Correia και Bouli Lanners.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes

22 Νοεμβρίου 2012

(1922) Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου

Πρωτότυπος τίτλος: Nosferatu: Eine symphonie des grauens
Αγγλικός τίτλος: Nosferatu: A symphony of horror


Η υπόθεση
Ο Hutter (Gustav von Wangenheim) κι η Ellen (Greta Schröder) είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στο Wisborg του 1838. Κάποια στιγμή, ο Knock (Alexander Granach), ένας πράκτορας ακινήτων, θα παρουσιάσει στον Hutter μια επιστολή, στην οποία ο κόμης Orlok (Max Schreck) αναφέρει πως ενδιαφέρεται ν' αγοράσει κάποιο ακίνητο στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Hutter θα ξεκινήσει να βρει τον κόμη στη μακρινή Transylvania, για να του πουλήσει το σπίτι απέναντι από το δικό του. Φτάνοντας στην Transylvania, ο Hutter θ' ακούσει τους μύθους για τον βρικόλακα Nosferatu, θ' αψηφίσει όμως τον κίνδυνο και θα πάει στο σπίτι του κόμη. Αφού υπογραφούν τα χαρτιά της πώλησης, ο Hutter θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη φρίκη που φέρει ο κόμης κι αφού νοσηλευτεί για λίγο στο τοπικό νοσοκομείο, θα τρέξει να προλάβει την αρρώστια που πρόκειται να σπείρει ο Orlok στην πόλη του, αλλά και να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του.

Η κριτική
Οφείλω να παραδεχτώ πως οι κριτικές, όταν αφορούν τέτοια αριστουργήματα, είναι περιττές. Μια ταινία που εξακολουθεί να παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, ολόκληρου του κόσμου, 90 χρόνια μετά την πρώτη της έξοδο, δεν χρειάζεται την οποιαδήποτε ανάλυση για να καταφέρει ν' αποδείξει την αξία της στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο χρόνος έχει μιλήσει και την έχει χαρακτηρίσει διαχρονικό κομψοτέχνημα. Ωστόσο, θα αποπειραθώ να παρουσιάσω ένα δείγμα της μαγείας της.
Το "Nosferatu: Μια συμφωνία τρόμου" είναι μια ταινία που ανήκει στο κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αλλά που φέρει κάποιες πρωτοποριακές ιδέες, για την εποχή. Όπως είναι γνωστό, κάποια από τα κυριότερα στοιχεία του κινήματος αυτού, ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το έντονο μακιγιάζ των ηθοποιών, οι σκιές, η έντονη αντίθεση του άσπρου με το μαύρο και τα εξπρεσιονιστικά σκηνικά, που συνήθως ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι. Ο Murnau, αν εξαιρέσει κανείς τη χρήση των σκιών, θα επέμβει και στις υπόλοιπες τρεις τεχνικές, καταφέρνοντας να δώσει, όπως αναφέρεται από πολλούς, ένα έπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Κατ' αρχήν, όπως βλέπουμε από τον τρόπο που έχει δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Nosferatu, παρατηρούμε ότι σε σχέση με αντίστοιχες ταινίες της εποχής, η χρήση του μακιγιάζ στον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, είναι περιορισμένη. Ο Murnau, έχοντας βασιστεί στα χαρακτηριστικά του Max Schreck, αναπαριστά μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική φιγούρα, με δόντια ποντικού κι αυτιά και νύχια νυχτερίδας, η οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζει το κοινό, αφού από πολύ κόσμο πιστεύεται ότι ο Schreck ήταν όντως βρικόλακας.
Έπειτα, η χρωματική αντίθεση είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς ο σκηνοθέτης της, δεν διστάζει να κάνει χρήση αρνητικού, στο οποίο το σκοτάδι κυριαρχεί. Τέλος, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρωτοπορία του φιλμ, αντί των κινηματογραφικών στούντιο, ο Murnau, προτιμά σ' αυτή του την ταινία τα πλάνα σε φυσικό περιβάλλον, διατηρώντας με την stop-motion τεχνική του, που εδώ χρησιμεύει για να δείξει ότι ο Nosferatu κινεί τα πράγματα με τη σκέψη, το αλλόκοτο περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βέβαια, παρουσιάζουν οι σκηνές ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, τις οποίες παραθέτει ο μεγαλοφυής σκηνοθέτης για να δείξει ότι το "κακό" υπάρχει ελεύθερο στη φύση. Στην αρχή, θα δούμε μια ύαινα να καραδοκεί το θήραμά της. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την αφροδίτη, ένα σαρκοφάγο φυτό, πώς κατασπαράζει ένα έντομο. Θα ακολουθήσει η εικόνα ενός μικροοργανισμού που με τον ίδιο τρόπο, βρίσκει την τροφή του και τέλος, θα γίνει αναφορά στις αράχνες, οι οποίες επίσης, εγκλωβίζουν με τον ιστό τους το φαγητό τους. Όλες αυτές οι διαβολικές μορφές, που υπάρχουν ελεύθερες στη φύση, είναι κατά κάποιον τρόπο οι άλλες εκδοχές του τέρατος Nosferatu, μιας ύπαρξης καταραμένης.
Αξίζει εδώ, ν' αναφερθούμε στην ετυμολογία του ονόματος Nosferatu, η οποία βρίσκεται στην ελληνική λέξη "νοσοφόρος". Ο κόμης Orlok, είναι μια ύπαρξη που νοσεί, όπως κι ολόκληρη η Ευρώπη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, ο Nosferatu θα μπορούσε να είναι μια προφητεία του ναζισμού, καθώς όπως αντιλαμβανόμαστε κι από την ταινία, χωρίς την ανθρώπινη βοήθεια του Knock και του Hutter, το κακό δεν θα είχε εισβάλει ποτέ στις ζωές των κατοίκων του χωριού. Από την άλλη, όμως, κι αυτή είναι μια πιο λογική εξήγηση, ο Nosferatu, ταξιδεύει μαζί με ποντικούς κι απ' όπου περνά, σπέρνει θανατικό. Δεν αποκλείεται λοιπόν, το πρόσωπο αυτό να αντιπροσωπεύει την πανώλη (ή πανούκλα) που θέριζε την μεταπολεμική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε επίσης και τη σκηνή που ο κόμης κουβαλά το φέρετρό του, δηλώνοντας εμμέσως ότι μόνο θάνατο μπορεί να φέρει η παρουσία του.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο της ταινίας, επίσης, είναι ότι καινοτομεί και στην επιλογή του φύλου του ατόμου που θα δώσει τη λύση, καθώς και στην κατάληξη του δράματος, στα οποία θ' αποφύγω να επεκταθώ. Θα σταθώ όμως, στο γεγονός ότι η γνωστή εικόνα του βαμπίρ που πεθαίνει στον ήλιο, έχει εισαχθεί από τον Murnau, καθώς στο μυθιστόρημα του Bram Stoker, ο ήλιος απλώς αποδυναμώνει τα βαμπίρ.
Αν κι ο Nosferatu είναι δύσκολο να τρομάξει έναν σημερινό θεατή, ειδικά κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με τον βωβό κινηματογράφο, η εικόνα του κόμη Orlok, του παράφρονα Knock ή η μαγική εικόνα του πλήθους που επαναστατεί, μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό. Το "Nosferatu: Μια ταινία τρόμου" είναι ένα έργο που απευθύνεται πρωτίστως στο σινεφίλ κοινό κι έπειτα σ' όποιον θέλει να εξερευνήσει τις αρχές της σύγχρονης αυτής μόδας με πρωταγωνιστές τους αθάνατους βρικόλακες.

Βαθμολογία: 4,5/5

Τα σχετικά
Γερμανική ταινία τρόμου του 1922, βασισμένη στο μυθιστόρημα "Δράκουλας" του Bram Stoker, σε σενάριο του Henrik Galeen και σκηνοθεσία του F.W. Murnau, διάρκειας 94 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Max Schreck, Greta Schröder, Gustav von Wangenheim και Alexander Granach.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

21 Νοεμβρίου 2012

(2012) Holy motors

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Holy motors


Η υπόθεση
Ο Oscar (Denis Lavant) είναι ένας ηθοποιός που μέσα σε 24 ώρες καλείται να παίξει διάφορους ρόλους σε μια σειρά ετερόκλητων σεναρίων. Ως μεταφορικό μέσο, χρησιμοποιεί μια λιμουζίνα, στην οποία τρώει, κοιμάται κι αλλάζει κι ως οδηγό, και μοναδική σταθερή συντροφιά στη διάρκεια της ατελείωτης ημέρας του, έχει την Céline (Edith Scob). Εκτός των άλλων, θα του ζητηθεί να ενσαρκώσει, μια ζητιάνα, έναν σάτυρο/καλικάντζαρο, έναν πατέρα, ένα δολοφόνο, έναν ετοιμοθάνατο, έναν οικογενειάρχη, κ.α.

Η κριτική
Το "Holy motors" δεν είναι μόνο μια ανατρεπτική ταινία στην οποία είναι δύσκολο ν' ασκηθεί κριτική, αλλά είναι μια ταινία που είναι εξ' ίσου δύσκολο να οριστεί. Με μια πρώτη ματιά, ο χαρακτηρισμός που ενδέχεται να της αποδοθεί είναι αυτός μιας σουρεαλιστικής ταινίας. Με μια δεύτερη ματιά, όμως, είναι απίστευτα ευδιάκριτος ο βαθύς ρεαλισμός που την διέπει.
Το έργο, από την εναρκτήρια σκηνή του, κάνει σαφές το περιεχόμενό του, καθώς προβάλλει μια σκηνή από βωβό φιλμ. Έπειτα βλέπουμε σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα τους θεατές να παρακολουθούν μια ταινία και τέλος, ένας άνθρωπος ξυπνά, σηκώνεται από το κρεβάτι του, κατευθύνεται σε ένα τοίχο, στον οποίο μ' έναν αλλόκοτο τρόπο θ' ανακαλύψει και θ' ανοίξει μια κρυφή πόρτα, που θα τον οδηγήσει στο θεωρείο του κινηματογράφου, απ' όπου θα παρακολουθήσει το κοινό που παρακολουθεί την ταινία.
Αξίζει εδώ ν' αναφέρω ότι ο άνθρωπος που ξυπνά και καταλήγει να παρακολουθεί το κοινό, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και σκηνοθέτης της ταινίας, Leos Carax. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα σε λίγα λεπτά ο θεατής γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του έργου που πρόκειται να παρακολουθήσει έχει έναν καθαρά αυτο-αναφορικό χαρακτήρα, δοσμένο μ' έναν τρόπο λίγο παρανοϊκό.
Προσωπικά, πάντα με μάγευαν τ' αυτο-αναφορικά έργα τέχνης. Αυτό τ' ομολογώ. Θεωρώ μαγικό, όταν ένας καλλιτέχνης καταφέρνει να εντάξει εντός της άτυπης θεατρικής ή κινηματογραφικής σύμβασης, κοινού και θεάματος, έναν ακόμη όρο, αυτόν της διπλής σύμβασης που προϋποθέτει την ανάδειξη της διαδικασίας παραγωγής του έργου αυτού. Μπορεί το "Holly motors" να μην είναι ακριβώς ένας καθαρός "κινηματογράφος εν κινηματογράφω", έχει όμως αυτούσιες αυτο-αναφορικές σκηνές και βασίζεται στην παρουσίαση της πρώτης ύλης της έβδομης τέχνης, αυτής του ηθοποιού.
Το παραπάνω σχόλιο, κάλλιστα, θα μπορούσε να παραπέμψει λοιπόν σε μια σινεφίλ ταινία, την οποία μόνο λίγοι θα βρουν ενδιαφέρουσα. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Το έργο παρακολουθείται ευχάριστα και καταφέρνει να κρατήσει τον υποψήφιο θεατή του, λόγω μιας συνεχούς αλλαγής που εξηγείται μ' έναν παράλογο αλλά αποδεκτό τρόπο, λόγω των εύληπτων συμβολισμών της και κυρίως λόγω των μηνυμάτων που καταφέρνει να περάσει στον κινηματογραφικό θεατή. Χωρίς να καταλαβαίνεις το λόγο, το "Holy motors" σε ρουφά και μένεις να το παρακολουθείς καθηλωμένος, στην αρχή προσπαθώντας να καταλάβεις κι έπειτα από απόλαυση.
Η λιμουζίνα που εκτελεί τα χρέη μεταφορέα, είναι ουσιαστικά η ζωή του Oscar. Η ζωή ενός ηθοποιού στην οποία συνεχώς μασκαρεύεται και γίνεται ένα με τους ρόλους του, συναντά ανθρώπους, οδηγείται στις καταχρήσεις για ν' αντέξει αυτή τη σύγχυση ταυτοτήτων, καταλήγει κάποια στιγμή να χάσει τον εαυτό του μέσα σε όλες τις αλλαγές, τρελαίνεται για λίγο και θυμάται την ζωή του. Όλα τα παραπάνω, με ένα ρεαλιστικό δράμα, δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν με τόση σαφήνεια. Σ' ένα σουρεαλιστικό δράμα, αντιθέτως, υπάρχει η δυνατότητα ν' απευθυνθείς ευθέως στο θεατή και να μην περιμένεις να κατανοήσει την πραγματικότητα που βλέπει μπροστά του.
Μέσα σ' αυτή τη "γιορτή" χαρακτήρων που μας παρουσιάζει ο Carax, θα δούμε ότι εκτός όλων των μορφών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του, σύζυγος, πατέρας, σάτυρος, ζητιάνος, ετοιμοθάνατος, δολοφόνος, περνάνε παράλληλα διάφορα σημαντικά μηνύματα και στιγμές της ζωής. Για παράδειγμα, η κάμερα θα εστιάσει κάποια στιγμή σ' έναν γάμο, ενώ αργότερα σ' ένα όνειρο του Oscar, γίνεται σαφέστατη αναφορά στο θάνατο. Επίσης, ο Oscar θα δούμε ότι στην πραγματική του ζωή, παρακολουθεί την καθημερινότητα του Παρισιού, μέσα από μια οθόνη.
Ίσως ο πιο σοκαριστικός ρόλος του ηθοποιού επίσης, να είναι αυτός του σάτυρου/καλικάντζαρου, αφού εκεί παρουσιάζεται η ανθρώπινη αδηφαγία, η ανάγκη να γυρίσουμε σε μια παλαιότερη εποχή, στα έγκατα της πόλης, που όλα επιτρέπονται, όπως επίσης κι ο χώρος της μόδας και της show-biz γενικότερα. Όμως, η κάθε ιστορία έχει κι από ένα σαφές μήνυμα. Ακόμα κι η σκηνή που ο Oscar παίζει απλά ακορντεόν, φωνάζει ότι αυτό το μουσικό διάλειμμα είναι απαραίτητο τόσο για τον ηθοποιό, όσο και για το θεατή.
Επίσης, αυτή η συνεχής εναλλαγή ρόλων, νομίζω σκόπιμα προσπαθεί να μπερδέψει τον θεατή, έτσι ώστε κάποιες στιγμές να μην μπορεί να καταλάβει τι είναι πραγματική ζωή και τι ρόλος. Κι αυτό, όχι επειδή με το μπέρδεμα θα τον κερδίσει κι άλλο, αλλά γιατί θέλει να δείξει ότι όλοι στη ζωή μας παίζουμε ρόλους και το πιο όμορφο, είναι ότι ακόμα κι αν σου περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι το φιλμ που παρακολουθείς, ίσως να δείχνει κι ένα κομμάτι της δικής σου ζωής, ο σκηνοθέτης, φροντίζει πριν το τελείωμα να επιβεβαιώσει αυτή σου την υποψία.
Σε γενικές γραμμές, απευθύνεται σίγουρα σ' ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο κι έπειτα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η προσωπική μου άποψη, είναι ότι πιθανότατα θ' αρέσει στην πλειοψηφία των θεατών, καθώς μου φαίνεται απίθανο να χαρακτηριστεί από κάποιον "ακατανόητη". Σίγουρα δεν απευθύνεται στους πολύ συμβατικούς θεατές αλλά σ' ένα λίγο πιο ανοιχτόμυαλο κοινό κι οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα κι αν δεν αρέσει, σίγουρα προκαλεί κι εφόσον προκαλεί, πετυχαίνει.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Γαλλικό μυθοπλαστικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Leos Carax, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Denis Lavant, Edith Scob, Kylie Minogue, Eva Mendes, Nastya Golubeva Carax, Elise Lhomeau, Jeanne Disson, Reda Oumouzoune, Zlata, Michel Piccoli, Geoffrey Carey, Annabelle Dexter-Jones και Leos Carax.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

20 Νοεμβρίου 2012

(2003) Το δάσος

Πρωτότυπος τίτλος: Rengeteg
 Αγγλικός τίτλος: Forest


Η υπόθεση
Κάπου στη Βουδαπέστη, σ' ένα χώρο απ' όπου διέρχονται καθημερινά εκατομμύρια πολίτες, μια κάμερα θ' ακολουθήσει μερικά πρόσωπα κι έπειτα θα επικεντρωθεί στα προσωπικά τους δράματα. Ένας άντρας περιμένει μια κοπέλα στο σπίτι της, για να της αφήσει το σκύλο του. Δυο νεαροί συζητούν για κάτι απροσδιόριστο. Ένας πατέρας μονολογεί, απευθυνόμενος στη μάνα, για τη σεξουαλική φύση της 10χρονης κόρης τους. Σ' ένα ποτάμι, δυο άντρες διηγούνται σε μια γυναίκα την ιστορία ενός ατυχήματος που είχε γίνει στην περιοχή πριν από 6 χρόνια. Μια γυναίκα επιτίθεται στον σύντροφό της, ζητώντας εξηγήσεις για το πορνογραφικό υλικό που βρίσκει στο σακίδιό του. Μια νεαρή κοπέλα ξεκινά ν' αφηγείται στον σύντροφό της ένα όνειρο που την τρόμαξε. Τέλος, δυο κοπέλες έχουν χαθεί σ' ένα δάσος, καθώς ψάχνουν για έναν άντρα, που εξαφανίστηκε πριν 5 χρόνια.

Η κριτική
"Το δάσος" είναι μια ταινία που αποτελείται από μια συρραφή διαφόρων καθημερινών ή αλλόκοτων ιστοριών, με κεντρικό άξονα τον εκνευρισμό των ηρώων της. Ο κύριος στόχος της πάντως, φαίνεται να είναι η ενόχληση του κινηματογραφικού θεατή κι όχι τόσο η ανάδειξη κάποιων προβληματικών.
Η ταινία ξεκινά σ' έναν χώρο, του οποίου δεν προσδιορίζεται η ακριβής λειτουργία, απ' όπου περνούν διάφοροι άνθρωποι κι η κάμερα κεντράρει κάθε φορά σε ένα πρόσωπο και μετά από ελάχιστο χρόνο, περνά στο επόμενο. Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί αυτή η ιδιαίτερη παρουσίαση των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης περνά στην πρώτη ιστορία, μετά στην δεύτερη, την τρίτη, κτλ., προβάλλοντας κάποιες φορές ενδιάμεσα, εικόνες από περασμένες ή επόμενες ιστορίες.
Τα πλάνα της ταινίας είναι κοντινά και δεν δίνουν στον θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει τον χώρο στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, ο σκηνοθέτης, δημιουργεί αμέσως-αμέσως μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα από την οποία το κοινό, είναι πρακτικά αδύνατον να ξεφύγει.
Η εικόνα της κάμερας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς μονολόγους των πρωταγωνιστών, οι οποίοι είναι έντονα φορτισμένοι κι αφορούν καταστάσεις ή πρόσωπα εκτός του σκηνικού χώρου ή εντός, χωρίς όμως να έχουν τη δυνατότητα να επέμβουν, εγκλωβίζουν τον θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης κι ενός συνεχούς εκνευρισμού, που δεν βρίσκει τρόπο να διοχετευτεί.
Η σειρά, επίσης, που παρουσιάζονται οι ιστορίες συντείνει στο παραπάνω συμπέρασμα, καθώς μετά την πρώτη ιστορία, με τον άντρα που θέλει ν' αφήσει τον σκύλο του σε μια κοπέλα και την φίλη της, η δεύτερη που παρουσιάζεται, είναι αυτή των δυο νεαρών που μιλούν για ένα ζώο, ένα αντικείμενο ή έναν άνθρωπο, που ο θεατής δεν θα μάθει ποτέ τι είναι. Αυτός ο ανούσιος διάλογος, είναι που πυροδοτεί το συνεχές αίσθημα του ανικανοποίητου που υπάρχει και στην υπόλοιπη ταινία.
Αξίζει εδώ να πούμε ότι "Το δάσος" είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ούγγρου σκηνοθέτη Benedek Fliegauf, η οποία έχει γυριστεί με μηδενικό προϋπολογισμό, με κάμερα στο χέρι και με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η αλήθεια είναι ότι οι ηθοποιοί δεν δίνουν την αίσθηση ερασιτεχνών. Οι σκηνές, όμως, είναι καθαρά αυτοσχεδιαστικές, δίνοντας έτσι μια σαφή εικόνα ενός σκηνοθέτη που ακόμα ψάχνει να βρει το προσωπικό του ύφος, έχοντας ομολογουμένως μερικές καλές στιγμές, τις οποίες θα πρέπει να θες πολύ να τις δεις, για να τις ανακαλύψεις, όπως η επιλογή της επανάληψης της πρώτης σκηνής πριν τους τίτλους τέλους, όπου πια ο θεατής καταφέρνει ν' αναγνωρίσει μέσα στο πλήθος τους πρωταγωνιστές.
Επίσης, άξιος αναφοράς, νομίζω πως είναι κι ο τίτλος. Η τελευταία ιστορία εξελίσσεται σ' ένα δάσος, όμως η προτελευταία, η πιο συνταρακτική ιστορία και παράλληλα η μόνη που εκφράζεται με ήρεμο τρόπο, αναφέρεται στον χαμό ενός προσώπου σ' ένα δάσος. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, παρουσιάζει ένα πλήθος ανθρώπων, που συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο, τους οποίους θα γνωρίσουμε σιγά-σιγά και θα επιστρέψουμε στο τελείωμα στην ίδια σκηνή, όπου θα κληθούμε να τους αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος. Το οδοιπορικό αυτό προς την έννοια του δάσους, αφήνει περιθώρια να γίνει ένας παραλληλισμός της ανθρώπινης κοινωνίας, την οποία συγκροτούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως συγκροτούν τα δέντρα το δάσος.
Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι μιλάμε για μια καθαρά φεστιβαλική ταινία που απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους κριτικούς και σ' ένα αρκετά εξοικειωμένο κινηματογραφικό κοινό που ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει μια ταινία φόρμας κι όχι μια γραμμική ιστορία που να έχει κάτι να πει.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Ουγγρικό δράμα, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Benedek Fliegauf, διάρκειας 90 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Rita Braun, Barbara Csonka, Laszlo Cziffer, Gábor Dióssy, Bálint Kenyeres, Edit Lipcsei, Péter Félix Mátyási, Katalin Mészáros, Péter Pfenig, Lajos Szakács, Fanni Szoljer, Juli Széphelyi, Ilka Sós, Márton Tamás, Barbara Thurzó, Dusán Vitanovics και Katalin Vörös.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

15 Νοεμβρίου 2012

(2012) Οδηγός ιδεολογίας για διεστραμμένους

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The pervert's guide to ideology


Η υπόθεση
Ο Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος, Slavoj Žižek, αποπειράται να δώσει στο κινηματογραφικό κοινό έναν ορισμό για την έννοια της ιδεολογίας, ξεκινώντας από τον τρόπο δημιουργίας της και φτάνοντας να εξηγεί τις επιδράσεις αυτής στην κοινωνική δομή.

Η κριτική
Ο "Οδηγός ιδεολογίας για διεστραμμένους" είναι ένα έργο ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα, που δεν μοιάζει πολύ με τα ντοκιμαντέρ που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Περισσότερο, δίνει την αίσθηση ενός φιλοσοφικού κειμένου, το οποίο αντί να τυπωθεί, προβάλλεται στις αίθουσες.
Έχοντας μια διάρκεια που ξεπερνά τις δυο ώρες, κι ένα θέμα αρκετά ευρύ, που δυστυχώς είναι αδύνατον να καλυφθεί επαρκώς από τον οποιονδήποτε ειδικό, η νέα ταινία της Sophie Fiennes, αποτελεί απλώς μια προσπάθεια, μέσω διαφόρων παραδειγμάτων από κινηματογραφικά αποσπάσματα ή πραγματικά ντοκουμέντα, να δοθεί μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την δομή της σημερινής κοινωνίας, τις ανάγκες της και τον τρόπο εξέλιξής της.
Για να μπορέσει κάποιος να φτάσει στον πυρήνα της ιδεολογίας και του τρόπου που λειτουργεί αυτή, θα πρέπει να διασπάσει το άτομο, να κατανοήσει πλήρως τις ανάγκες και τις προσδοκίες του, αλλά συγχρόνως να μην παραμελήσει το γεγονός ότι όλοι, είμαστε προϊόντα ενός κοινωνικού συνόλου, οπότε δρούμε κι αντιδρούμε μαζικά, βάσει των ερεθισμάτων που έχουμε λάβει από τη γέννησή μας και κανείς δεν λειτουργεί αυτόνομα.
Επίσης, σημαντικό στοιχείο, είναι ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική ιδεολογία που διέπει το παγκόσμιο κοινωνικό σύνολο, αλλά μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι έχουν υπάρξει πολλές και σημαντικές ιδεολογικές απόψεις, που έχουν ασκήσει τεράστια επιρροή στην παγκόσμια ιστορία και σε διαφόρους κοινωνικούς, πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες.
Με άλλα λόγια, το δίωρο ντοκιμαντέρ που πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο ευφυής μονόλογος του Žižek, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα χαοτικό σύνολο από διάφορα ιδεολογικά παραδείγματα, με σκοπό να γίνει πιο σαφής στον θεατή, ο ρόλος του ανθρώπου στην κοινωνία του σήμερα, του αύριο και του χτες.
Προσωπικά, δεν μπορώ να κρίνω το κατά πόσο καταφέρνει να προβληματίσει ή να πείσει τον σύγχρονο θεατή που θα επιλέξει να το παρακολουθήσει. Νομίζω θα πρέπει ν' αναφέρω ότι εμένα δεν κατάφερε να με προβληματίσει στο ελάχιστο, για τον εξής απλούστατο λόγο, ότι ένιωσα να βλέπω την γυμνή αλήθεια της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως η ίδια αντιλαμβάνομαι, στο κινηματογραφικό πανί.
Δεδομένου λοιπόν αυτού, έχω την αίσθηση ότι το κινηματογραφικό αυτό δοκίμιο, δεν έχει την διάθεση να εκβιάσει τις σκέψεις του κοινού, αλλά στοχεύει περισσότερο στον προβληματισμό του. Πιστεύω, επίσης, ότι ανάλογα με τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του καθενός από 'σας, άλλα πράγματα έχει να πει στον καθένα. Σε κάποιους θα φανεί πολύπλοκο κι ανούσιο, σε κάποιους άλλους μπορεί να φανεί ιδιοφυές κι ιδιαίτερα εύστοχο. Για 'μενα αποτελεί μια εκδοχή της πραγματικότητας, δοσμένη όσο το δυνατόν πιο κατανοητά στο σινεφίλ κοινό.
Σημείωση: Ένα δείγμα των καταστάσεων στις οποίες στέκεται για κάποια ώρα το φιλμ είναι ο ναζισμός, η Ε.Σ.Σ.Δ., οι ειρηνικές επεμβάσεις των Αμερικανών στρατιωτικών, ο χριστιανισμός, ο αθεϊσμός, τα γεγονότα βανδαλισμών στην Αγγλία του 2011, οι δολοφονίες του ίδιου έτους στην Νορβηγία, οι διάφορες χρήσεις της 9ης Συμφωνίας του Beethoven, ο καταναλωτισμός και πολλά άλλα, εξίσου ασύνδετα θέματα.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο του Slavoj Žižek και σκηνοθεσία της Sophie Fiennes, διάρκειας 134 λεπτών, με πρωταγωνιστή τον Slavoj Žižek και διάφορα οπτικο-ακουστικά αποσπάσματα.

Οι σύνδεσμοι