Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

9 Οκτωβρίου 2012

(2011) Σιωπηλό σπίτι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Silent house


Η υπόθεση
Ο John (Adam Trese) θα πρέπει να μείνει με την κόρη του, Sarah (Elizabeth Olsen), στο εξοχικό τους, στην λίμνη, μέχρι αυτό να επισκευαστεί, για να πουληθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Εκεί θα τους περιμένει ο θείος της Sarah, ο Peter (Eric Sheffer Stevens), ο οποίος θ' αποχωρήσει μετά από λίγη ώρα, αφήνοντάς τους ολομόναχους. Η Sarah, λίγο μετά την άφιξή της, θα συναντήσει μια παλιά γνωστή της, με την οποία έπαιζαν μαζί όταν ήταν παιδιά. Όλα δείχνουν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που ένας θόρυβος θα ακουστεί από το επάνω πάτωμα, ο John θα προσφερθεί να τον διερευνήσει για να ηρεμήσει η Sarah και τα ίχνη του θα χαθούν.

Η κριτική
Το "Σιωπηλό σπίτι" αποτελεί, εν μέρη, remake της ομώνυμης ουρουγουανικής ταινίας του 2010. Γυρισμένο με σκοπό να δώσει την αίσθηση ενός μονοπλάνου, προσπαθεί να δημιουργήσει μια φοβική ατμόσφαιρα σε πραγματικό χρόνο.
Ως remake, αξίζει ν' αναφέρω ότι αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ταινία θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό της μάταιης ενασχόλησης του αμερικάνικου κινηματογράφου με ξενόγλωσσα, εναλλακτικά, θρίλερ που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα και να εισάγουν τον θεατή σ' αυτήν. Τεχνικά, δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση των δυο ταινιών, ενώ στοιχεία που έχουν πρωτεύουσα σημασία στην αρχική εκδοχή του 2010, κι εδώ δεν λειτουργούν, αντί να παραληφθούν, χρησιμοποιούνται, αφήνοντας τον θεατή ν' αναρωτιέται "Τώρα αυτό τι το 'θελε;".
Ως ταινία τρόμου, βέβαια, καταφέρνει απλά να ξεπεράσει τα όρια της μετριότητας, κυρίως λόγω της Elizabeth Olsen, η οποία, παραδόξως για νέα ηθοποιός, είναι κι αυτή που κάνει την έκπληξη. Βέβαια, σ' αυτό, δεν αποκλείεται να παίζει ρόλο κι ότι η κάμερα στο χέρι δίνει την αίσθηση μιας πιο low-budget/ερασιτεχνικής παραγωγής. Παράλληλα, όμως, ο ρόλος της πρωταγωνίστριας είναι κι ο μόνος, που στο τέλος φαίνεται κάπως πιο δουλεμένος σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Η ταινία, παρόλη την μικρή της διάρκεια, καταφέρνει να κουράσει τον θεατή με τα πέρα-δώθε και τα μπρος-πίσω στο σπίτι, αλλά τουλάχιστον καταφέρνει να διατηρήσει μέχρι τέλους έναν χαρακτήρα μυστηρίου, καθώς ο θεατής αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που διαπράττει τα εγκλήματα και καταδιώκει την πρωταγωνίστρια. Επίσης, απορία δημιουργούν κι οι φωτογραφίες που όλοι προσπαθούν να κρύψουν από την νεαρή Sarah.
Τα κενά της υπόθεσης είναι τεράστια και δίνουν από την αρχή την αίσθηση του φτιαχτού. Για παράδειγμα, τα παράθυρα είναι όλα αμπαρωμένα, ρεύμα δεν υπάρχει, ακόμα κι η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν έχει καλή κάλυψη στην περιοχή, με αποτέλεσμα τα κινητά να βρίσκονται εκτός λειτουργίας. Βέβαια θα μου πείτε: "Αν δεν τα 'χε αυτά τι αμερικανιά θα ήταν;", σωστό κι αυτό.
Το έργο, ενδείκνυται βασικά για μεγάλη παρέα, νεαρών ατόμων, που ψάχνει μανιωδώς τέτοιου είδους θρίλερ για να τα μετατρέψει σε κωμωδίες. μέσω της σάτιρας. Για όσους, βέβαια, σας έχει κεντρίσει η υπόθεση, θα πρότεινα καλύτερα να ψάξετε την αυθεντική ταινία από την Ουρουγουάη (δυστυχώς κυκλοφορεί μόνο με αγγλικούς υπότιτλους και όχι σε όλα τα video-club). Αν πάλι, δεν ανήκετε στην κατηγορία αυτών που μπορούνε εύκολα να παρακολουθήσουν ένα εναλλακτικό θρίλερ, δείτε το, αλλά μην έχετε υψηλές απαιτήσεις.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικο θρίλερ του 2011, βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Gustavo Hernández, σε σενάριο της Laura Lau και σκηνοθεσία των Chris Kentis και Laura Lau, διάρκειας 86 λεπτών, με πρωταγωνιστές, τους Elizabeth Olsen, Eric Sheffer Stevens, Adam Trese, Julia Taylor Ross, Haley Murphy και Adam Barnett.

Οι σύνδεσμοι

18 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Η αξέχαστη Πόλη

Τούρκικος τίτλος: Unutma beni Istanbul
Αγγλικός τίτλος: Do not forget me Istanbul


Η υπόθεση
Η ταινία παρουσιάζει έξι πλασματικές, κι άλλη μια πραγματική, ιστορίες που ως κεντρικό άξονα έχουν την Κωνσταντινούπολη. Ένας Έλληνας έχει πάει στην Τουρκία για δουλειές και τον εξαπατούν. Ένα αντρόγυνο βρίσκεται σε διακοπές στην Κωνσταντινούπολη κι η γυναίκα συναντά το νεκρό γιό τους. Ένας Παλαιστίνιος συγγραφέας και μια Ισραηλινή συναντιούνται στην Πόλη, ως συνεργάτες, αλλά κι ως ζευγάρι. Μια Βόσνια ηθοποιός φτάνει στην Κωνσταντινούπολη για να περάσει από μια οντισιόν. Μια γυναίκα από τη Συρία έρχεται με την κόρη της στην Πόλη για να συναντήσει, μετά από 62 χρόνια, την αδελφή της και τον ανιψιό της. Ένας γνωστός Αρμένιος μουσικός έρχεται στην Κωνσταντινούπολη για να βρει τις ρίζες του. Τέλος, ο Πέτρος Μάρκαρης αφηγείται τα δικά του βιώματα από την Πόλη.

Η κριτική
Όπως όλες οι ταινίες που προέρχονται από μια κεντρική ιδέα κι απαρτίζονται από πολλές ταινίες μικρού μήκους διαφορετικών δημιουργών, είναι αρκετά δύσκολο να την κρίνει κανείς ως ένα συνολικό αποτέλεσμα. Παράλληλα όμως, εφόσον οι μικρού μήκους ταινίες αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, που ούτως ή άλλως ο θεατής θα το παρακολουθήσει ολόκληρο, δεν είναι δυνατόν να κρίνει κανένας τις ταινίες αυτές ξέχωρα τη μια από την άλλη.
Σαφώς κι υπάρχουν κάποια φιλμάκια που ξεχωρίζουν στα μάτια του θεατή και κάποια άλλα που κρίνονται, μάλλον, ακατάλληλα ως προς το κεντρικό θέμα. Σε κάποιες από τις ταινίες μικρού μήκους θα δούμε την Κωνσταντινούπολη, με τους δρόμους της, τα μνημεία της, τα παζάρια της, τα κέντρα διασκέδασής της, τα ξενοδοχεία της, τις γειτονιές της. Σε κάποια άλλα θα επικεντρωθούμε, αποκλειστικά, στην ιστορία των ηρώων. Σε κάποιες ιστορίες, πάλι, θα γελάσουμε με την καρδιά μας, σε κάποιες άλλες όχι.
Ακόμη, κάποιοι σκηνοθέτες θα παρουσιάσουν ιστορίες που αποσκοπούν στη συμφιλίωση Ελλήνων, Τούρκων κι Αρμενίων, παρουσιάζοντας τα κοινά που έχουμε σα λαοί. Θα δείξουν το κουτσομπολιό της γειτονιάς, τον καφέ, το κισμέτ/πεπρωμένο και την ιστορία που μοιράζονται Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι.
Ως σύνολο, η ταινία, δεν μπορώ να πω πως ήταν κακή. Σίγουρα, όμως, δεν είναι αυτό που θα περιμένει να δει κάποιος Πολίτης (Έλληνας ή Αρμένιος, δεν έχει σημασία). Η ταινία δε βασίζεται σε ιστορίες που έχουν ως σκοπό να δείξουν την Πόλη, τους ανθρώπους της ή τα μνημεία της. Σκοπός, είναι, περισσότερο, να τη χρησιμοποιήσουν ως ένα κοινό τόπο γυρισμάτων και να δημιουργήσουν, πάνω σ' αυτόν τον καμβά, μια σύγχρονη Ανατολιτικο-Ευρωπαϊκή ιστορία.
Μιας κι έχει ιστορίες για όλα τα γούστα, θα την πρότεινα σε κάποιον που μπορεί να δει όλα τα παγκόσμια κινηματογραφικά είδη κι αρέσκεται στη θέαση διαφορετικών οπτικών για ένα θέμα. Είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα προσέγγιση, με κάποιες εξαιρετικές ιστορίες, που κάνουν τη διαφορά.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Δράμα του 2011, ελληνο-τουρκικής παραγωγής, σε σενάριο και σκηνοθεσία των Στέργιου Νιζήρη, Stefan Arsenijevic, Omar Shargawi, Aida Begic, Hany Abu-Assad, Eric Nazarian και Ζοζεφίνα Μάρκαρη, διάρκειας 118 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Γιώργο Συμεωνίδη, Sureyya Guzel, Humeyra Akbay, Settar Tanriögen, Mira Furlan, Svetozar Cvetkovic, Ahmet Rifat Sungar, Ali Suliman, Liraz Charhi, Alma Terzic, Ayca Damgaci, Hiam Abbass, Amer Hlehel, Jacky Nercessian, Serra Yilmaz, Gorkem Yeltan, Baki Davrak, Esin Harvey και Πέτρος Μάρκαρης.

Οι σύνδεσμοι

(2011) Νικώντας το σκοτάδι

Πρωτότυπος τίτλος: W ciemności
Αγγλικός τίτλος: In darkness


Η υπόθεση
Ο Leopold Socha (Robert Wieckiewicz) ζει κι εργάζεται ως επιθεωρητής των υπονόμων, στην Πολωνία, όσο αυτή βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή (Μάρτιος του 1943). Παράλληλα, κάνει διάφορες μικροκλοπές και φυλάει τα κλοπιμαία στους υπονόμους, με σκοπό όταν αρχίσει να υπάρχει κίνηση, πάλι, στην αγορά, να τα πουλήσει και να θησαυρίσει. Στο δρόμο του, όμως, θα βρεθούν μια μέρα μια ομάδα Εβραίων που καταφεύγει στους υπονόμους για να σωθεί. Ο Socha, αμέσως, αρπάζει την ευκαιρία κι υπόσχεται να τους βοηθήσει να κρυφτούν σ' ένα ασφαλές μέρος, στον υπόγειο κόσμο του, με το αζημίωτο φυσικά. Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή αυτών των Εβραίων στις υπόγειες σήραγγες, τη ζωή του Socha, αλλά και το δέσιμο μεταξύ τους.

Η κριτική
Πιστεύω πως όλο το ζουμί της ταινίας, θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψιστεί στη λέξη "σκοτάδι" του τίτλου της. Σκοπός της, φαίνεται να είναι να δημιουργήσει περισσότερο, στο θεατή, μια αίσθηση της μαυρίλας, στην οποία οι Εβραίοι της πόλης Lvov αναγκάστηκαν να ζήσουν για 14 ολόκληρους μήνες, παρά να παρουσιάσει τα γεγονότα του πολέμου.
Η Agnieszka Holland (σκηνοθέτης) με την επιλογή της διάρκειάς της ταινίας, της ποσότητας των προσώπων που, αρχικά, συμμετέχουν στο έργο, την αναλογία των πλάνων που είναι κάτω από την επιφάνεια της γης με τα εκτός των υπονόμων, το φωτισμό και τα χρώματα που έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει, εμφυτεύει, ουσιαστικά, στο θεατή μια ψυχολογία παρόμοια με αυτή της ομάδας των πρωταγωνιστών της.
Αξίζει ν' αναφέρω ότι αρκετές φορές, ο θεατής, θα νιώσει, με την αλλαγή του χώρου εξέλιξης της πλοκής (πάνω-κάτω), μια ενόχληση στα μάτια του, παρόλο που τα χρώματα που χρησιμοποιεί στην επιφάνεια της γης δεν είναι έντονα και φωτεινά, αλλά βασίζεται περισσότερο στο λευκό του πάγου και την ψυχρότητά του.
Στην ταινία, παράλληλα, αναπτύσσονται διάφορα νοήματα και παρουσιάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά κι η ανθρώπινη αντοχή και θέληση. Η διάρκεια της, όμως, που όπως προανέφερα αποσκοπεί κι αυτή, με τη σειρά της, στην δημιουργία μιας αίσθησης σκοταδισμού, δεν τα αφήνει να γίνουν εύκολα κατανοητά, με μια μόνο προβολή, από το θεατή. Χρησιμοποιεί, βέβαια, διάφορα μοτίβα, που αν μη τι άλλο, επειδή δεν είναι αναμενόμενα, θα μείνουν στο μυαλό του κοινού. Για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή στην οποία βλέπουμε ότι ακόμα κι εν καιρώ πολέμου μπορεί να υπάρξουν ανθρώπινες και προσωπικές διαφωνίες, όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά, ακόμα και στους υπονόμους, έχουν το δικαίωμα της αθωότητας και του παιχνιδιού.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν την ταινία είναι καταπληκτικοί κι άκρως αληθινοί. Ο Robert Wieckiewicz δίνει ρεσιτάλ ως ο σύνδεσμος του πάνω και του κάτω κόσμου. Δεν αφήνει να φανεί στο βλέμμα του ο φόβος, μήπως τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αλλά παρόλα αυτά με κάποιον περίεργο τρόπο, ο θεατής, νιώθει ότι ο ήρωας φοβάται, όμως, είναι αποφασισμένος να επιβιώσει και το κρύβει. Οι Εβραίοι, πάλι, αλλά κι οι ήρωες που ζουν και κινούνται στον πάνω κόσμο, μοιάζουν σα να 'ναι βγαλμένοι από την Πολωνία της δεκαετίας του '40.
Η δουλειά που έχει γίνει στην ταινία είναι εξαιρετική, όμως, καταφέρνει "σκοπίμως" να κουράσει τον θεατή, με τους αργούς ρυθμούς της, τη διάρκειά της, αλλά και τα συνεχή σκουρόχρωμα πλάνα της και δεν μπορώ να πω ότι, εν τέλει, ο ντόρος που έχει γίνει γύρω από το όνομά της ή ακόμα κι η υποψηφιότητά της για Oscar ξενόγλωσσης, της αξίζουν πραγματικά. Δεν είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από μια απλώς καλή ταινία για το είδος της κι ειδικά σε σύγκριση με παλαιότερες, που πραγματεύονται το ίδιο θέμα, σαφώς και δεν μπορεί να υπερισχύσει.
Παρόλα αυτά, όμως, θα την πρότεινα σε όποιον αρέσει ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος κι οι αργοί ρυθμοί του, τονίζοντας, όμως, ότι εδώ η επιλογή της ταχύτητας δεν αποσκοπεί στην εντύπωση της φωτογραφίας, στο μυαλό του θεατή, αλλά στη δημιουργία μιας αίσθησης, όχι ιδιαίτερα επιθυμητής. Μπορεί όντως, να μην μπορεί να συγκριθεί με τον "Πιανίστα" ή με τη "Λίστα του Σίντλερ", αλλά ακριβώς το ότι είναι διαφορετική, αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρον.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Πολωνικό ιστορικό δράμα του 2011, βασισμένο σε βιβλίο του Robert Marshall, σε σενάριο του David F. Shamoon και σκηνοθεσία της Agnieszka Holland, διάρκειας 145 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robert Wieckiewicz, Kinga Preis, Benno Fürmann, Agnieszka Grochowska, Maria Schrader, Herbert Knaup, Marcin Bosak και Krzysztof Skonieczny.

Οι σύνδεσμοι
Trailer
Imdb
Rotten Tomatoes

17 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Killer Joe

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Killer Joe


Η υπόθεση
Ο Chris (Emile Hirsch), ένας μικρο-έμπορος ναρκωτικών, βρίσκεται μπλεγμένος, χρωστώντας 6.000 δολάρια στον προμηθευτή του. Μαθαίνοντας ότι η αλκοολική μητέρα του έχει μια ασφάλεια ζωής 50.000 δολαρίων, θα κανονίσει να έρθει σ' επαφή μ' ένα ντετέκτιβ της αστυνομίας του Dallas, ο οποίος εκτελεί χρέη εκτελεστή, για να την δολοφονήσει και να πάρει, έτσι, η αδελφή του, η νόμιμη δικαιούχος, τα χρήματα της ασφάλειας. Μετά τη συνάντησή τους κι αφού ο Chris δεν έχει ρευστό για να πληρώσει προκαταβολικά τον ντετέκτιβ Joe Cooper (Matthew McConaughey) για τη δουλειά, θ' αναγκαστεί να του δώσει ως εγγύηση την ίδια του την αδελφή για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Η δουλειά κανονίζεται και τώρα το μόνο που μένει είναι να πραγματοποιηθεί η δολοφονία και να πάρει η οικογένεια τα χρήματα.

Η κριτική
Η ταινία, έχοντας ως τόπο δράσης της το Texas και πρωταγωνιστές τους άξεστους, αντι-ήρωες, κατοίκους του, φέρνει στο μυαλό ταινίες των Aδελφών Coen με μια δόση Tarantino. Ανήκει στο είδος των (κατά)μαυρων κωμωδιών, που παρουσιάζουν την επαρχία της Αμερικής με μια ρεαλιστική σαπίλα αξιών και με τους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους της.
Ο σκηνοθέτης της, William Friedkin, έχει καταφέρει ν' αποδώσει στους πρωταγωνιστές του ένα σκοτεινό χαρακτηριστικό, ακόμα κι αν, σε ψυχολογικό επίπεδο, οι ίδιοι δεν φαίνεται να είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που δείχνουν. Το στοιχείο αυτό, το πετυχαίνει, σε συνδυασμό με την επιλογή του φωτισμού, με τις διάφορες εξομολογητικές σκηνές, που βάζει τους ήρωές του να συμμετέχουν, αλλά και με τη μιζέρια που φέρει πάνω του κάθε ένας από αυτούς.
Το φιλμ, εμπεριέχει ωμές σκηνές άμεσης, αλλά κυρίως έμμεσης βίας, με αποκορύφωμα τη σκηνή που ο Joe κι η Dottie (Juno Temple), η μικρή αδελφή του Chris, θα μείνουν μόνοι τους στο σπίτι για πρώτη φορά μετά τη συμφωνία των αντρών, να δοθεί η Dottie ως εγγύηση. Με την ίδια σκηνή, όμως, ο σκηνοθέτης, καταφέρνει, επίσης, να δημιουργήσει μια άκρως αισθησιακή ατμόσφαιρα με σκοτεινές πινελιές, που αποσκοπεί στο να δώσει στο θεατή να καταλάβει πόσο πολύ ταιριάζουν αυτοί οι δυο άνθρωποι.
Βασίζεται, παράλληλα, πολύ, στο στοιχείο της τραγ(ελαφ)ικής ειρωνείας και χρησιμοποιεί αρκετά το διακειμενικό στοιχείο, προβάλλοντας στο θεατή, μέσω της τηλεόρασης, διάφορες σκηνές από ταινίες Western, ταινίες του Bruce Lee ή κινούμενα σχέδια. Ένα ακόμα έξυπνο στοιχείο της ταινίας, είναι ότι η μάνα, το θύμα, παρουσιάζεται μόνο ως άψυχο σώμα. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής δεν μπορεί, και να θέλει, να δεθεί συναισθηματικά μαζί της. Για το κοινό, ο θάνατος αυτού του προσώπου, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα... ακριβώς ό,τι ισχύει και για τους πρωταγωνιστές.
Η υποκριτική πλαισίωση του "Killer Joe", ακόμα, είναι εξαιρετική. Όλοι οι ηθοποιοί στέκονται επάξια στο ύψος των απαιτήσεων του κάθε ρόλου κι ο Matthew McConaughey, φυσικά, ηγείται όλων και, γι' ακόμα μια φορά, αποδεικνύει πόσο άξιος και ταλαντούχος ηθοποιός είναι.
Η ταινία, συστήνεται στους λάτρεις της αμερικάνικης country μαύρης κωμωδίας, του στυλ των Αδελφών Coen, όπως επίσης, νομίζω δεν θα απογοητεύσει και τους θαυμαστές των πιο splatter μαύρων ταινιών. Δεν αποτελεί βέβαια αριστούργημα, για το είδος της, αλλά είναι δουλεμένη σ' εναν βαθμό που σίγουρα μπορεί να την κατατάξει κανείς στις "καλές ταινίες" αυτού του στυλ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη μαύρη κωμωδία του 2011, βασισμένη σε θεατρικό έργο του Tracy Letts, σε σενάριο του ιδίου και σκηνοθεσία του William Friedkin, διάρκειας 102 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Matthew McConaughey, Emile Hirsch, Juno Temple, Thomas Haden Church, Gina Gershon.

Οι σύνδεσμοι

9 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό

Πρωτότυπος τίτλος: Un cuento chino
Αγγλικός τίτλος: Chinese take-away


Η υπόθεση
Ο Roberto (Ricardo Darín), είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με είδη κιγκαλερίας. Ζει κι εργάζεται στην πρωτεύουσα της Αργεντινής κι έχει διαμορφώσει την καθημερινότητά του, βάσει ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου ζωής, που δεν αφήνει χώρο σε κάποιο άλλο άτομο να εισέλθει στη ζωή του. Είναι ιδιόρρυθμος, αλλά παράλληλα καλός κι ευγενικός άνθρωπος. Μια μέρα, θα βρεθεί στο δρόμο του ο Jun (Ignacio Huang), ένας Κινέζος που δε μιλάει λέξη ισπανικά, είναι χαμένος στην Αργεντίνικη πρωτεύουσα και ψάχνει το μοναδικό του συγγενή, το θείο του. Ο Roberto, θα νιώσει την υποχρέωση να τον βοηθήσει, κάτι που ενδέχεται ν' αλλάξει τη ζωή του.

Η κριτική
Η ταινία, είναι ένα εύθυμο δράμα ή αλλιώς μια μαύρη κωμωδία. Περιγράφει τη ζωή και τις συνήθειες ενός ανθρώπου, που για τους δικούς του λόγους, έχει επιλέξει να ζει σε μια προσωπική απομόνωση, χωρίς όμως ο ίδιος, να μπορεί να χαρακτηριστεί "αντικοινωνικός". Ο Roberto, διατηρεί την επαφή του με τον κόσμο, μέσω του καταστήματός του, αλλά και μέσω διαφόρων περίεργων ιστοριών που συλλέγει από τις εφημερίδες. Αρνείται όμως, πεισματικά να συμμετάσχει ενεργά σ' αυτόν, μέχρι τη στιγμή που η παρουσία του Jun στη ζωή του, θα τον αναγκάσει να το κάνει.
Το έργο, περιγράφει μ' έναν ιδιαίτερα χαριτωμένο κι εκφραστικά λιτό τρόπο, μια ιστορία, εμπνευσμένη από ένα αληθινό γεγονός, τοποθετημένη σε μια πλασματική Αργεντινή, πλαισιωμένη από χαρακτήρες που φέρουν στοιχεία των καθημερινών ανθρώπων και των μικρόκοσμων που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει και κατοικούν.
Ο Sebastián Borensztein (σκηνοθέτης/σεναριογράφος), έχει δημιουργήσει μια μαγική ατμόσφαιρα μ' αυτή του την ταινία. Χρησιμοποιεί το χαρακτηριστικό στοιχείο του πύργου της Βαβέλ, που δυο άνθρωποι καταφέρνουν να συνυπάρξουν, να συνεργαστούν, και ν' αλληλοβοηθηθούν, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να καταλάβουν ούτε μια λέξη απ' αυτά που λέει ο άλλος. Επίσης, το ίδιο πετυχημένα, κάνει χρήση του γλυκόπικρου στοιχείου της τύχης, της μοίρας, του πεπρωμένου.
Οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ταινία, με πρώτο και καλύτερο τον καταπληκτικό Ricardo Darín, δίνουν στους χαρακτήρες την ανθρωπιά και το γήινο στοιχείο που πρέπει να έχουν για να μπορέσουμε να τους αντιληφθούμε ως μέλη της κοινωνίας, αλλά παράλληλα καταφέρνουν και τους επιτρέπουν να διατηρήσουν μια λίγο πιο αέρινη διάσταση, που αρμόζει σε χαρακτήρες παραμυθιού (ο ισπανικός τίτλος μεταφράζεται "Ένα κινέζικο παραμύθι").
Η ταινία, αποτελεί μια εξαιρετικά καλή επιλογή για ονειροπόλους ρεαλιστές. Απευθύνεται σε όλους εσάς που πιστεύετε ότι τα πάντα γίνονται για ένα συγκεκριμένο λόγο, που βρίσκεστε με το ένα πόδι στη γη και με το άλλο στα ουράνια, που ψάχνετε για κάτι αισιόδοξο κι ευχάριστο, να σας φτιάξει τη μέρα.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Αργεντίνικη μαύρη κωμωδία, δραματικού χαρακτήρα, του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Sebastián Borensztein, διάρκειας 93 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Ricardo Darín, Ignacio Huang και Muriel Santa Ana.

Οι σύνδεσμοι

8 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Polisse

Πρωτότυπος τίτλος: Polisse
Ευρωπαϊκός τίτλος (φεστιβάλ): Poliss


Η υπόθεση
Η ομάδα του Τμήματος Προστασίας Ανηλίκων της γαλλικής αστυνομίας, σε καθημερινή βάση, αναλαμβάνει να λύσει δεκάδες ιστορίες που αφορούν παιδιά. Οι περισσότερες, έχουν να κάνουν με κακοποίηση ανηλίκων, άλλα δεν λείπουν κι οι υποθέσεις ναρκωτικών, στις οποίες εμπλέκονται συχνά ανήλικοι, ή υποθέσεις ακατάλληλων κι άπορων γονέων. Μέσα από την ταινία, θα γνωρίσουμε έναν-έναν τους ανθρώπους που απαρτίζουν την ομάδα του Τμήματος, αλλά και τις ιστορίες των παιδιών.

Η κριτική
Στο ξεκίνημά της, η ταινία, δίνει την αίσθηση μίας, ακόμα, γαλλικής δραματικής ταινίας, η οποία απαρτίζεται από ένα πολυπρόσωπο cast, με ατελείωτους κι ανούσιους διαλόγους. Στην πορεία όμως, ο θεατής, δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η "γαλλική πινελιά", εξυπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό.
Ο καταιγισμός πληροφοριών, όπως επίσης κι η σύντομη ενασχόληση της σκηνοθέτιδας, με την κάθε ιστορία, είναι ο μοναδικός τρόπος να καταφέρει να δείξει, μέσα σε δυο μόλις ώρες, παράλληλα το ανθρώπινο πρόσωπο των ατόμων που στελεχώνουν το αστυνομικό σώμα και την ποικιλία, αλλά και ποσότητα των υποθέσεων, που αυτοί οι άνθρωποι καλούνται ν' αντιμετωπίσουν σε καθημερινή βάση.
Η ταινία, είναι στην ουσία, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, κοινωνικού περιεχομένου, που δεν έχει ως στόχο, να δείξει μια ωραιοποιημένη εικόνα του αστυνομικού σώματος, αλλά στοχεύει στον άνθρωπο πίσω από τη στολή. Δεν κρίνει, ούτε προσπαθεί να προσανατολίσει το θεατή σε κάποιο συμπέρασμα. Η ταινία, μόνο δείχνει κι αφήνει στην κρίση του καθενός μας την ετυμηγορία, τόσο για τους αστυνομικούς, όσο και για τις υποθέσεις με τις οποίες ασχολούνται.
Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους αστυνομικούς, παίζουν τόσο ρεαλιστικά και πειστικά. Η σκηνοθεσία, επίσης, είναι αυτή που αναλογεί σ' ένα ντοκιμαντέρ, καθώς δεν έχει μόνο πλάνα από σταθερή κάμερα, αλλά παράλληλα, κάποιες σκηνές είναι τραβηγμένες στο χέρι. Καταπληκτική δουλειά, επίσης, έχει γίνει και στη φωτογραφία, αλλά και στη μουσική επένδυση της ταινίας. Η μουσική δεν είναι διαρκώς παρούσα, αλλά όταν υπάρχει, εντείνει τα συναισθήματα του θεατή, βάζοντάς τον μέσα στην ταινία.
Το "Polisse", είναι καθαρά ταινία ευρωπαϊκού και ντοκιμαντερίστικου χαρακτήρα. Δεν θα την πρότεινα σε κάποιον που θέλει να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί. Θα την πρότεινα σε κάποιον που θέλει να προβληματιστεί και να φιλοσοφήσει για τα κοινωνικά προβλήματα που υπάρχουν στην πολιτισμένη Ευρώπη του 2011, καθώς δίνει στο θεατή, όλες τις προσλαμβάνουσες ν' αναλογιστεί το κοινωνικό σύστημα, στο βαθμό που μπορεί.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Γαλλικό δράμα του 2011, σε σενάριο των Emmanuelle Bercot και Maïwenn και σκηνοθεσία της Maïwenn, διάρκειας 127 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Joey Starr, Frédéric Pierrot, Karin Viard, Marina Foïs, Maïwenn, Emmanuelle Bercot, Naidra Ayadi, Karole Rocher και Nicolas Duvauchelle.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Σεπτεμβρίου 2012

(2011) Οι κουμπάροι και το κριάρι

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: A few best men


Η υπόθεση
Η Mia (Laura Brent) κι ο David (Xavier Samuel) γνωρίζονται στις διακοπές τους, περνάνε δέκα ονειρεμένες μέρες μαζί και λίγο πριν τελειώσει το όνειρο, ο David ζητά απ' τη Mia να τον παντρευτεί. Η Mia δέχεται κι ο γάμος προγραμματίζεται στη γενέτειρά της, την Αυστραλία. Ο David, αφού κάνει μια σύντομη στάση στην πατρίδα του, την Αγγλία, όπου ενημερώνει τους τρεις κολλητούς του για την απόφασή του να παντρευτεί, ξεκινά μαζί τους το ταξίδι που θα του αλλάξει τη ζωή. Ο David, ο Tom (Kris Marshall), ο Graham (Kevin Bishop) κι ο Luke (Tim Draxl), θα βρεθούν στο σπίτι ενός Αυστραλού γερουσιαστή, όπου θα τους δοθεί η ευκαιρία να διασκεδάσουν και να ζήσουν εμπειρίες, που μόνο μια φορά τις ζει κανείς.

Η κριτική
Αν η ταινία, είχε καταφέρει να βγάλει γέλιο στο θεατή, πιστεύω πως θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως η "αγγλική απάντηση", στο αμερικάνικο "Hangover". Το θέμα όμως είναι ότι βλέποντάς την κάποιος, περισσότερο λύπηση νιώθει για τους πρωταγωνιστές, παρά ευφορία απ' τις καταστάσεις στις οποίες, λίγο άθελά τους, λίγο επιτηδευμένα, βρίσκονται μπλεγμένοι.
Η αλήθεια είναι ότι το αγγλικό χιούμορ πάντα ήταν λίγο κρύο κι απρόσωπο, αλλά προσωπικά πάντα με έκανε να γελάσω έστω και λίγο. Η συγκεκριμένη ταινία όμως, δεν κατάφερε καν να με κάνει να χαμογελάσω. Ίσως επειδή είχα την αίσθηση ότι έχει πάρει κάποια πετυχημένα "ξένα", γι' αυτήν, στοιχεία κι έχει προσπαθήσει να τα προσαρμόσει στα δικά της μέτρα.
Έχουμε εδώ τρεις διαφορετικούς τύπους loser. Ο ένας, είναι παρατημένος από την κοπέλα του, ο δεύτερος ιδιαίτερα ανασφαλής κι ο τρίτος είναι ο loser που χάνει το φίλο του και δεν ξέρει πώς ν' αντιδράσει. Κι αυτοί οι τρεις φίλοι, αποτελούν την "οικογένεια" ουσιαστικά, του ήρωα, ο οποίος είναι ο ορισμός του καλού κι έξυπνου παιδιού. Το ότι αντικειμενικά, αυτοί οι τέσσερις, αποκλείεται να κάνανε παρέα στην πραγματική ζωή, ο σεναριογράφος το έχει προσπεράσει ως ασήμαντη λεπτομέρεια, μάλλον.
Επίσης, ο Dean Craig (σεναριογράφος), έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει ως πηγή των μπελάδων, ένα καθαρά αμερικάνικο έθιμο... το bachelor party. Οι Άγγλοι, στη χώρα τους, όταν παντρεύονται δεν παρεκτρέπονται ούτε τις παραμονές, ούτε ανήμερα του γάμου, βγαίνουν απλά να πιουν μια μπύρα με την παρέα τους την προηγούμενη. Αυτό, μαζί με το στοιχείο του χαζού μαφιόζου που τους καταδιώκει, είναι κατεξοχήν αμερικάνικα στοιχεία, που πολύ δύσκολα θα λειτουργήσουν εκτός του αμερικανικού πολιτισμού.
Η επιλογή του επίσης, να κάνει το γάμο εκτός Αγγλίας, μας θυμίζει δυο πράγματα. Πρώτον, φέρνει στο μυαλό Άγγλους τουρίστες νεαρής ηλικίας, που βλέπεις στα νησιά τα καλοκαίρια και τους λυπάσαι. Δεύτερον, μας θυμίζει τους πρωτευουσιάνους Αμερικάνους, όταν επισκέπτονται το Τέξας ή κάποια άλλη επαρχεία της Αμερικής, που είναι μεν αστεία για το θεατή... αλλά άλλο Αμερική κι άλλο Αγγλία-Αυστραλία.
Γενικά, σαν ταινία μου φάνηκε αδιάφορη. Δε θα την πρότεινα σε κάποιον, γιατί εκτός απ' το να προκαλέσει γέλιο, που ούτε αυτό πέτυχε, δε μου έδωσε την αίσθηση ότι στόχευε κάπου αλλού. Παρόλα αυτά, αν με ρωτούσε κάποιος για να τη δει, δε θα τον απέτρεπα, απλά θα του ανέφερα ότι εμένα δε με έκανε να γελάσω, αλλά τουλάχιστον δε με έκανε και να βαρεθώ.

Βαθμολογία: 1/5

Τα σχετικά
Βρετανική κωμωδία του 2011, σε σενάριο του Dean Craig και σκηνοθεσία του Stephan Elliott, διάρκειας 97 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Xavier Samuel, Kris Marshall, Kevin Bishop, Tim Draxl, Steve Le Marquand και Laura Brent.

Οι σύνδεσμοι

29 Αυγούστου 2012

(2011) Κυνηγοί κεφαλών

Πρωτότυπος τίτλος: Hodejegerne
Αγγλικός τίτλος: Headhunters


Η υπόθεση
Ο Roger Brown (Aksel Hennie), είναι ένας φιλόδοξος κυνηγός στελεχών. Είναι παθιασμένος με τη γυναίκα του, Diana (Synnøve Macody Lund), στην οποία προσφέρει ανεξέλεγκτα, τα πάντα. Για να μπορέσει βέβαια να συντηρήσει τα πανάκριβα γούστα του, ο Roger, αναγκάζεται να κάνει παράλληλα, μια δεύτερη δουλειά. Κλέβει έργα τέχνης από τα σπίτια διαφόρων πελατών του και τα πουλάει στη μαύρη αγορά, έναντι διόλου ευκαταφρόνητων αμοιβών. Το τέλος της διπλής του καριέρας, φαίνεται να φέρνει ένας μυστηριώδης άγνωστος κι η ύπαρξη ενός σπάνιου κομματιού στη συλλογή του.  Όλα μοιάζουν σχεδιασμένα στην εντέλεια για την τελευταία υπόγεια δουλειά του Roger, που θα του εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους, για μια πλουσιοπάροχη ζωή. Η μόνη λεπτομέρεια που δεν έχει "σκεφτεί" να υπολογίσει, είναι το σκοτεινό παρελθόν αυτού του αγνώστου, που θα μετατρέψει την τελευταία του αυτή δουλειά, σε ένα συνεχή αγώνα δρόμου, για τη σωτηρία της ζωής του.

Η κριτική
Η ταινία, αποτελεί ένα από τα αρτιότερα θρίλερ που έχουν παρουσιαστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα. Όντας Νορβηγικής παραγωγής, φέρει σαφώς αρκετά χαρακτηριστικά του σύγχρονου σκανδιναβικού κινηματογραφικού είδους.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τελευταίων ταινιών διαφόρων Σκανδιναβικών χωρών που έχουν πετύχει διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναι το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να συνδυάσουν στοιχεία του "κουλτουριάρικου" ευρωπαϊκού κινηματογράφου και του "εμπορικού" αμερικάνικου, χωρίς όμως, να αλλοιώνουν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους.
Λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ο σύγχρονος Ευρωπαϊκός κινηματογράφος, έχει ταυτιστεί με την έννοια του "αργού", ενώ ο Αμερικάνικος με την έννοια του "γρήγορου". Στην πραγματικότητα, ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος, είναι ένας "καθημερινός" κινηματογράφος. Κάλλιστα δηλαδή, μια ευρωπαϊκή ταινία, μπορεί να πραγματεύεται την ιστορία του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, κάτι το οποίο συνήθως, απαιτεί αργούς ρυθμούς εξέλιξης της πλοκής. Ο Αμερικάνικος, στην αντίπερα όχθη, είναι βασισμένος σε ένα πρότυπο, μη θνητό, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσει την ιστορία με μεγαλειώδη ελευθερία κι εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς.
Το ζωντανό παράδειγμα του πετυχημένου συνδυασμού της καθημερινότητας του ευρωπαϊκού είδους και της αμερικάνικης ταχύτητας (αναφερόμενη στη συνολική παραγωγή μιας χώρας κι όχι σε εξαιρέσεις ευρωπαϊκών ταινιών που το έχουν καταφέρει), αλλά και ταυτόχρονα με διεθνείς διακρίσεις, είχε καταφέρει, μέχρι στιγμής, μόνο η Ισπανική κινηματογραφία. Για να μην πολυλογώ όμως, καλύτερα ν' αναφερθώ στα στοιχεία που κάνουν τη συγκεκριμένη ταινία, ξεχωριστή και της δίνουν ένα εισιτήριο στη λίστα των ταινιών που αξίζει να δει κανείς.
Ο Roger, είναι ένα πρόσωπο που φαίνεται να τα έχει όλα. Είναι ο τύπος, που μπορείς να φανταστείς να σε περνάει από συνέντευξη κι αυτός ο χοντρόπετσος κι αποστασιοποιημένος άντρας, με ψυχρό πρόσωπο, που σου δίνει την αίσθηση, ότι για τα χρήματα, είναι ικανός να κάνει τα πάντα. Ο Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau) πάλι, ο άγνωστος που έρχεται σαν από μηχανής θεός να δώσει τη λύση του οικονομικού αδιεξόδου του πρωταγωνιστή, μοιάζει όντως με κάποιον ξενόφερτο, έχοντας υιοθετήσει μια πιο ανέμελη συμπεριφορά, εκπέμποντας όμως, παράλληλα στο θεατή, κάτι απροσδιόριστα σκοτεινό, κάνοντάς τον να υποψιαστεί ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά πάνω του. Η Diana τώρα, είναι εκπληκτικά όμορφη κι εντυπωσιακή, όπως κάθε Σκανδιναβή, αρκετά ψυχρή όμως εκφραστικά, καθιστώντας αδύνατο, να καταλάβει κανείς την ψυχοσύνθεσή της.
Σαν χαρακτήρες, οι δυο Νορβηγοί, δεν είναι αδύνατον να χαρακτηριστούν "καθημερινοί". Αυτός που φέρει το Αμερικανικό στοιχείο, είναι ο σκοτεινός άγνωστος και παράλληλα, είναι αυτός που θα κινήσει τα νήματα από ένα σημείο κι έπειτα, αναγκάζοντας τον θνητό Νορβηγό, να εισχωρήσει στους δικούς του ρυθμούς, αν θέλει πραγματικά, να επιβιώσει.
Η ταινία είναι αριστουργηματική για το είδος της, γιατί βρίσκεται στο μεταίχμιο ενός γνωστού μοτίβου κυνηγητού και μιας φυσιολογικής αντίδρασης ενός κοινού θνητού, οι αντιδράσεις του οποίου, είναι στην κυριολεξία αδύνατον να προβλεφθούν. Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι κι αυτή η ταινία, βασίζεται σε ένα βιβλίο "best seller", κάτι που δίνει στους παραγωγούς της, τη δυνατότητα να διαβάσουν τα προγνωστικά της απήχησης που πιθανόν να είχε.
Η ταινία απευθύνεται σε λάτρεις των θρίλερ και είχε, όντως, πολύ μεγάλη απήχηση. Προσωπικά όμως δεν θα την πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ Ευρωπαϊκό κινηματογράφο, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι έχει λάβει θετικά σχόλια μεν, αλλά από κριτικούς κι ένα κοινό, που πήγε να δει μια Νορβηγική παραγωγή. Είναι σαφώς γρήγορη, απρόβλεπτη, έξυπνη και πολύ ευρηματική, αλλά δεν δημιουργεί κάποιο πρότυπο κι ίσως αυτό, να μην αρέσει σε κάποιους που έχουν συνηθίσει τις ταινίες εικονικών ηρώων. Η μόνη περίπτωση που θα το πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει Ευρωπαϊκό σινεμά, θα ήταν αν απευθυνόμουν σε ένα άτομο, λάτρη μεν των θρίλερ, κουρασμένο δε, να βλέπει τα ίδια και τα ίδια στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να παραλείψω βεβαία να του τονίσω, ότι "δεν είναι κάτι που σίγουρα θα σου αρέσει, είναι απλώς κάτι διαφορετικό".

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Θρίλερ του 2011, Νορβηγικής παραγωγής, βασισμένο σε βιβλίο του Jo Nesbø, σε σενάριο των Lars Gudmestad και Ulf Ryber και σκηνοθεσία του Morten Tyldum, διάρκειας 100 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Aksel Hennie, Nikolaj Coster-Waldau, Synnøve Macody Lund, Eivind Sander και Julie R. Ølgaard.

Οι σύνδεσμοι
Rotten Tomatoes

15 Αυγούστου 2012

(2011) Μεσοτοιχίες

Πρωτότυπος τίτλος: Medianeras
Αγγλικός τίτλος: Sidewalls
 

Η υπόθεση
Η ταινία, παρουσιάζει τις ζωές δυο Αργεντίνων, μιας γυναίκας κι ενός άντρα, έως τη στιγμή που τα δυο αυτά πρόσωπα θα γνωριστούν. H Mariana (Pilar López de Ayala) κι ο Martín (Javier Drolas), είναι δυο νεαροί γείτονες, που κατοικούν στο Buenos Aires, μια σύγχρονη μεγαλούπολη, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ και ζει ο καθένας την καθημερινότητά του, ανάμεσα σε εκατομμύρια κόσμου, ουσιαστικά μόνος του. Η ψυχοσύνθεση των ηρώων, μοιάζει τόσο οικεία, που δεν αποκλείεται να τους έχουμε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας.

Η κριτική
Προσωπικά, η ταινία μου κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί αποτελεί ουσιαστικά, ένα love story, το οποίο ο σκηνοθέτης του, έχει επιλέξει να παρουσιάσει πολύ διαφορετικά απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει μέχρι στιγμής. Συνήθως, αυτού του τύπου οι ταινίες, ξεκινάνε μετά τη γνωριμία των δυο ηρώων, ακολουθεί κάποια αλληλουχία γεγονότων, στην οποία αναπτύσσεται η ψυχοσύνθεσή τους, ο θεατής πείθεται ότι οι δύο ήρωες είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο και στο τέλος, συνήθως, τους (ξανα)βρίσκουμε μαζί.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι πολύ διαφορετική και πολύ πιο ρεαλιστική. Ο Gustavo Taretto (σεναριογράφος/σκηνοθέτης), έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, ως μεμονωμένες προσωπικότητες. Είναι δύο άτομα διάφορα το ένα απ' το άλλο, άτομα που έχουν ο καθένας το δικό του παρελθόν, τις δικές του φοβίες, τις δικές του προσδοκίες, άτομα καθημερινά, που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον πλατωνικά και συνεπώς ουσιαστικά.
Παρόλα αυτά όμως, καθώς είναι ρεαλιστική η ταινία, ο θεατής δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αν οι δυο χαρακτήρες θα καταλήξουν μαζί, κυρίως γιατί τα δυο πρόσωπα, μέχρι τέλους, παραμένουν άγνωστα μεταξύ τους.
Η αλήθεια είναι ότι η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται εξαιρετικά αργά. Μπορεί να αφορά ένα love story, αλλά αν έπρεπε να την κατατάξω σε κάποιο είδος, νομίζω της ταιριάζει καλύτερα ο χαρακτηρισμός "κοινωνική", παρά κάποιος άλλος. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι της λείπουν διάφορα χαριτωμένα περιστατικά που συναντάμε στις ρομαντικές κομεντί. Προσωπικά δεν θα την πρότεινα σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ Ευρωπαϊκό ή Λατινοαμερικάνικο κινηματογράφο, γιατί θα του φαινόταν πολύ αραιή κι ανούσια ταινία. Αντιθέτως, θα την σύστηνα ανεπιφύλακτα σε κάποιον που θέλει να δει κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο, τονίζοντάς του όμως, ότι η ταινία που πρόκειται να δει, απαιτεί τη συμμετοχή/αμέριστη προσοχή του, για να μπορέσει να την απολαύσει.
Σημείωση: Ο τίτλος (η μεσοτοιχία) κι η αφίσα (το πλήθος κόσμου) της ταινίας, αποτελούν το κεντρικό θέμα της ταινίας, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η υπόθεση. Τα επαγγέλματα επίσης των δυο πρωταγωνιστών, είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα κοινωνικά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας. Οι αρχιτέκτονες, έχουν οικοδομήσει τις απρόσωπες κοινωνίες κι οι web designers έχουν οικοδομήσει την απρόσωπη καθημερινότητά μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ταινία του 2011, Αργεντίνικης παραγωγής, κοινωνική με αρκετά στοιχεία ανάλαφρης κομεντί, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Gustavo Taretto, διάρκειας 95 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Javier Drolas και Pilar López de Ayala.

Οι σύνδεσμοι