7 Νοεμβρίου 2012

(2012) Το μεγάλο ταξίδι της Ζαράφα

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Zarafa


Η υπόθεση
Ο Maki (φωνή: Max Renaudin Pratt) είναι ένα μικρό αγόρι από την Αφρική, που έχει πιαστεί αιχμάλωτος ενός δουλεμπόρου, μαζί με την Soula (φωνή: Clara Quilichini), ένα κορίτσι της ίδιας, περίπου, ηλικίας. Στην πρώτη του διανυκτέρευση στην έρημο, ο Maki καταφέρνει να το σκάσει και να γνωρίσει την Zarafa, μια μικρή καμηλοπάρδαλη, που θα μείνει ορφανή όταν ο δουλέμπορος που κυνηγά τον Maki πυροβολήσει την μητέρα της. Τη ζωή του Maki, θα σώσει ο Hassan (φωνή: Simon Abkarian), ο οποίος θα πάρει μαζί του στην Αλεξάνδρεια την Zarafa και τον Maki. Από 'κει, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι με αερόστατο, με σκοπό να παραδόσει την Zarafa στον βασιλιά της Γαλλίας, Charles X (φωνή: Roger Dumas), ως δώρο του Πασά της Αιγύπτου (φωνή: Vernon Dobtcheff), με αντάλλαγμα την βοήθειά του στην απώθηση των τούρκικων στρατευμάτων που πολιορκούν την Αλεξάνδρεια.

Η κριτική
"Το μεγάλο ταξίδι της Ζαράφα" είναι ένα όμορφο παραμύθι που βασίζεται στην πραγματική ιστορία του ερχομού της πρώτης καμηλοπάρδαλης στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έχοντας σαφείς επιρροές από κλασικά παραμύθια παλαιότερων χρόνων, οι συντελεστές, αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα δισδιάστατο έργο, που θα παραπέμπει στην εποχή που διαδραματίζεται η υπόθεση, καθώς η εικόνα του θ' αποτελείται αποκλειστικά από σκίτσα.
Σκοπός του έργου, δεν είναι να εκπλήξει με τα συνεχή εφέ, όπως γίνεται με τις σημερινές παιδικές παραγωγές κινουμένων σχεδίων, αλλά να παρουσιάσει μια ιστορία με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, διάφορους χαρακτήρες και τις αξίες που φέρουν ή δεν φέρουν αυτοί. Και μιλώντας για αξίες, θα πρέπει ν' αναφέρω ότι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι η φιλία του μικρού Maki με την νεαρή Zarafa κι η υπόσχεση που δίνει στην μητέρα της, ο νεαρός ήρωας, να επιστρέψει την Zarafa πίσω στον τόπο της.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο θεατής θα γνωρίσει πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι λίγο-πολύ καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα των ανθρώπων που συνυπάρχουν σε μια κοινωνία. Παράλληλα, προβάλλονται διάφορα πολιτιστικά στοιχεία της ανεπτυγμένης Ευρώπης (Γαλλία) και της υπανάπτυκτης Αφρικής, δείχνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές των δυο πολιτισμών, αλλά και την σωστή και την λανθασμένη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Την ιστορία, ξεκινά και μας αφηγείται ένας Αφρικανός παππούς. Μέσω μιας ομάδας παιδιών που έχουν σχηματίσει ένα ημικύκλιο και παρακολουθούν εκστασιασμένα την ιστορία, καθώς ακούν για τόπους και για πράγματα που ποτέ δεν τους έχει δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά, γινόμαστε κι εμείς κοινωνοί του γλυκού αυτού παραμυθιού.
Η αλήθεια είναι ότι σαν ιστορία δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εκπλήξεις, παρά είναι περισσότερο μια αναμενόμενη, γραμμική ιστορία με αρκετά μηνύματα όμως, για τους μικρούς και μεγάλους φίλους. Κατά την προσωπική μου άποψη βέβαια, είναι μια ταινία που καλό θα ήταν να παροτρύνετε τα παιδιά σας να τη δούνε, γιατί ως κεντρικό άξονα έχει ηθικές αξίες των οποίων η έννοια έχει αλλοιωθεί και χωρίς να μένει μόνο σ' αυτές, παρουσιάζει την εξέλιξη ως κάτι θετικό κι απαραίτητο.
Θα ήθελα τέλος, ν' αναφέρω ότι πουθενά στην ταινία δεν υπάρχει δείγμα αίματος, κάτι που προσωπικά εκτίμησα ιδιαιτέρως, δεδομένου ότι τη σήμερον ημέρα τα παιδιά αναλώνονται σε ταινίες βίας. Επίσης, η μεταγλώττιση είναι αρκετά ικανοποιητική και θυμίζει αρκετά τις παλιές προσεγμένες μεταγλωττίσεις που είχα συνηθίσει στην παιδική μου ηλικία.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική παιδική ταινία του 2012, σε σενάριο των Alexander Abela και Rémi Bezançon και σκηνοθεσία των Rémi Bezançon και Jean-Christophe Lie, διάρκειας 78 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mostéfa Stiti, Max Renaudin Pratt, Simon Abkarian, François-Xavier Demaison, Ronit Elkabetz, Clara Quilichini, Thierry Frémont, Mohamed Fellag, Roger Dumas, Vernon Dobtcheff, Déborah François και Philippe Morier-Genoud.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) The dinosaur project

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: The dinosaur project


Η υπόθεση
Μετά τις διάφορες τηλεοπτικές αναφορές στο μυθικό αφρικανικό τέρας "Mokele mbembe", μια ομάδα πεπειραμένων εξερευνητών του Βρετανικού Συλλόγου Κρυπτοζωολογίας θα ξεκινήσει ένα ταξίδι με σκοπό να επιβεβαιώσει την ύπαρξη αυτού του πλάσματος, αλλά και τη φύση του. Η ομάδα, όμως, εξαφανίζεται μέσα στη ζούγκλα του Κονγκό και τρεις βδομάδες μετά, θα κάνει την εμφάνισή του ένα σακίδιο με κινηματογραφικό υλικό που ξεπερνά τις 100 ώρες, μέσα στο οποίο περιέχονται ντοκουμέντα για την ύπαρξη δεινοσαύρων.

Η κριτική
Το "The dinosaur project" ανήκει στις ταινίες found footage, κι αποτελεί ένα από τα χειρότερα δείγματα του είδους. Προσωπικά, δεν μου αρέσει που δεν μου αρέσει αυτή η κατηγορία ταινιών, αν από τις πρώτες ταινίες που τύχαινε να παρακολουθήσω, ήταν η συγκεκριμένη, πιθανότατα να μην επιχειρούσα ποτέ να ξαναδώ κάτι αντίστοιχο.
Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Η ταινία θα ξεκινήσει προβάλλοντας ένα μήνυμα στο οποίο ο θεατής πληροφορείται ότι το 80λετπο αποτέλεσμα της ταινίας είναι μια συρραφή από το υλικό υψηλής ευκρίνειας που κινηματογράφησε η ομάδα, το οποίο ξεπερνά τις 100 ώρες. Και λέω εγώ με το φτωχό μυαλό μου: Το έργο που είδα, το πολύ να καλύπτει 72 ώρες. Ας πούμε λοιπόν, ότι τα μέλη της ομάδας κινηματογραφούσαν τα πάντα, με πολλές κάμερες. Νομίζω ότι αν από μια περιπέτεια 72 ωρών, προέκυψαν 100 ώρες αμοντάριστου υλικού και το αποτέλεσμα που μπορεί να παρουσιαστεί και να καλύψει επαρκώς και τις 72 ώρες, ανάγεται στα 80 λεπτά, δεν θέλει και πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς για τι υπέρτατη αρλούμπα μιλάμε. Η υπερβολή σ' όλο της το μεγαλείο.
Αξίζει εδώ ν' αναφέρω ότι το "Mokele mbembe" είναι ένα υπαρκτό μυθικό πλάσμα της Αφρικανικής ηπείρου. Όταν λέω, βέβαια, υπαρκτό, δεν εννοώ ότι το έχω δει με τα μάτια μου, αλλά όπως υπάρχει το τέρας του Loch Ness στη Σκωτία ή ο Bigfoot στην Αμερική, έτσι υπάρχουν φήμες και για ένα τέρας στο Κονγκό με τ' όνομα "Mokele mbembe". Θα μου πείτε τώρα, για ποιό λόγο επέλεξαν το συγκεκριμένο που είναι σχετικά άγνωστο κι όχι κάποιο από τα δυο πιο γνωστά. Μα φυσικά γιατί, στην Αφρική, δεν θα τους κράξει πολύς κόσμος αν ανακαλύψουν έναν ολόκληρο ζωολογικό κήπο, γεμάτο από διάφορα είδη δεινοσαύρων, μιας κι είναι γνωστό ότι μεγάλες εκτάσεις της δεν έχουν ποτέ εξερευνηθεί.
Οπότε, λίγο να βάλεις το αρχικό μήνυμα που σ' ενημερώνει ότι το, αψεγάδιαστα μονταρισμένο, 80λπετο υλικό που θα παρακολουθήσεις είναι πραγματικό. Λίγο να βάλεις την υπερβολή του, που σ' εκνευρίζει το ότι σε θεωρούν τόσο ανεγκέφαλο και περιμένουν τη συγκατάθεσή σου, έστω και για 80 λεπτά, ότι αυτό που παρακολουθείς έχει κάποιες ρεαλιστικές βάσεις. Άλλο λίγο, οι αντιπαθητικοί χαρακτήρες, που από τις συστάσεις και μόνο, χαίρεσαι που ξέρεις ότι οι μισοί από αυτούς θα πεθάνουν, και για το τέλος το καλύτερο, η εικόνα της κάμερας.
Η εικόνα της κάμερας, η οποία έχει μερικά black screens, που άμα ήταν από μονταρισμένο υλικό 100 ωρών θα είχαν αφαιρεθεί. Η ίδια εικόνα που κουνάει πολύ και καταγράφει ό,τι να 'ναι. Κι αυτή η εικόνα που προέρχεται από τις διασωθείσες κάμερες, που ενώ κατά την πρόσκρουση του ελικοπτέρου, ψήθηκαν όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές που θα επέτρεπαν την επικοινωνία, περιέργως όλες οι κάμερες σώθηκαν.
Με λίγα λόγια λοιπόν... Άσε μας πουλάκι μου, που δεν έχεις πώς να σκοτώσεις το χρόνο σου, γυρνάς ό,τι σου κατέβει στην κεφάλα και περιμένεις ο άλλος να ξοδέψει τον χρόνο του να το παρακολουθήσει. Ταινία να γυρνούσα μ' ένα ζόμπι καλύπτοντας μια διαδρομή του τραμ από την αφετηρία ως τον τερματικό σταθμό, περισσότερο ενδιαφέρον θα 'χε... άσε που θα 'χε και μια πρωτοτυπία!

Βαθμολογία: 0/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του 2012, βασισμένη σε ιστορία των Sid Bennett και Tom Pridham, σε σενάριο των Sid Bennett και Jay Basu και σκηνοθεσία του Sid Bennett, διάρκειας 83 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Matt Kane, Richard Dillane, Peter Brooke, Abena Ayivor, Stephen Jennings και Natasha Loring.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

6 Νοεμβρίου 2012

(2012) Skyfall

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Skyfall


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig) βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταδιώκει έναν άντρα, ο οποίος έχει κλέψει τον σκληρό δίσκο που περιέχονται όλα τα στοιχεία για τις ταυτότητες των μυστικών πρακτόρων που έχουν εισχωρήσει σε τρομοκρατικές οργανώσεις ανά τον πλανήτη. Η καταδίωξη λήγει άδοξα, καθώς η M (Judi Dench) δίνει εντολή στην συνάδελφο του Bond, Eve (Naomie Harris), να ρίξει στον στόχο, ακόμα κι αν δεν έχει καθαρό πεδίο βολής. Η σφαίρα πετυχαίνει τον Bond και τρεις μήνες μετά, ο δίσκος έχει κάνει φτερά κι ο πράκτορας 007 θεωρείται νεκρός. Ο Bond θα επιστρέψει στη βάση του, όταν η είδηση για βομβιστική επίθεση στα κεντρικά γραφεία της MI6 θα κάνει το γύρο του κόσμου και θα καταλάβει ότι η υπηρεσία χρειάζεται τη βοήθειά του. Αποτυγχάνοντας σε όλα τα τεστ, θα κριθεί κατάλληλος να επιστρέψει στην ενεργό δράση, να βρει τους τρομοκράτες που απειλούν τις μυστικές υπηρεσίες και να τους αφανίσει.

Η κριτική
Το "Skyfall" είναι μια υπερπαραγωγή υψηλών προδιαγραφών, καθώς το τραγούδι των τίτλων έχει αναλάβει η βασίλισσα της βρετανικής μουσικής σκηνής, Adele, στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ο Sam Mendes και στον ρόλο του κακού θα συναντήσουμε τον Javier Bardem, που κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του, γι' ακόμη μια φορά.
Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά για την καλύτερη ταινία Bond που έχει ποτέ γυριστεί, σίγουρα όμως μπορούμε να την θεωρήσουμε την καλύτερη της τριλογίας με πρωταγωνιστή τον Daniel Craig και μια από τις καλύτερες εκ των εικοσιτριών ταινιών που εμφανίζεται ο θρυλικός πράκτορας.
Εδώ βέβαια, θα χρειαστεί να επιστήσω την προσοχή σας. Το γεγονός ότι από πολλούς, ακούγονται εγκωμιαστικά σχόλια για τη συγκεκριμένη ταινία, δεν συνεπάγεται αυτόματα και την επιστροφή της στις παλιές καλές εποχές, που οι ταινίες Bond ήταν γεμάτες gadgets, αυτοκίνητα και γυναίκες. Αντίθετα, μιλάμε για έναν Bond σύγχρονο που, επιτέλους, πείθει εξίσου το νεώτερο και το πιστό κοινό του θρυλικού πράκτορα και που αναλαμβάνει να διαιωνίσει το είδωλο αυτό, οδεύοντας τώρα προς τα 100 χρόνια επιτυχημένης παρουσίας του στον κινηματογραφικό χώρο.
Απόλυτα προσαρμοσμένος στις ανάγκες της σημερινής εποχής, ο Bond εδώ, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της αναδρομής. Αντί των gadgets λοιπόν, τα οποία πλέον αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης κοινωνίας και πολύ δύσκολα εκπλήσσουν, ο Bond θα επιστρέψει στις ρίζες του και στους παλιούς, καλούς, πατροπαράδοτους τρόπους που φέρνουν στο μυαλό μια άλλη εποχή, στην οποία οι ηθικές αξίες ήταν εμφανείς και στέρεες. Η επανεμφάνιση, δε, της θρυλικής Aston Martin DB5 αναπληρώνει την όποια απώλεια σύγχρονων μοντέλων αυτοκινήτων.
Βέβαια, η επιλογή της επιστροφής στα παλιά, αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο για συγκρίσεις, από τις οποίες ο Craig θα μπορούσε να βγει ηττημένος. Όμως για πρώτη φορά, ο Daniel και ο James συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για συγκρίσεις. Προσωπικά ο Daniel Craig, μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να με πείσει ως James Bond και δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλάμε, πλέον, για έναν καλύτερο πράκτορα από τον Sean Connery, σίγουρα όμως μιλάμε για έναν χαρακτήρα που έρχεται σε σύγκρουση με τις σκιές τις ΜΙ6 (όταν δείτε την ταινία θα καταλάβετε πού αναφέρομαι) και βγαίνει, επιτέλους, αλώβητος από τη σημαντικότερη όλων των σκιών, αυτή του Connery.
Η ανάγκη της κοινωνίας να επιστρέψει σ' ένα παρελθόν καλύτερο απ' το παρόν και να ξεκινήσει από την αρχή, υπάρχει διάχυτη σ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, ακόμα και στον τίτλο της. Το "Skyfall", θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα κι ως φόρος τιμής στην παρουσία της Judi Dench στον ρόλο της M, καθώς σταδιακά, θα τη δούμε να μετατρέπεται στο επίμαχο πρόσωπο της ταινίας. Από τις αρχές του έργου κιόλας, θα δούμε το πρόσωπό της να έχει αντικαταστήσει το πρόσωπο της βασίλισσας Ελισάβετ κι ένα μήνυμα θα κάνει την εμφάνισή του που θα την παροτρύνει να σκεφτεί τις αμαρτίες της.
Παράλληλα, ο Q (Ben Whishaw) κι η Δεσποινίς Moneypenny επιστρέφουν μετά από δυο ταινίες κι οι διάλογοι, εκτός από την σπιρτάδα τους, που προκαλεί ένα ελαφρύ μειδίαμα στον θεατή, περνάνε σε άλλο επίπεδο, ωθώντας το κοινό να γελάσει με την ψυχή του, κάποιες στιγμές. Κορυφαία, είναι η παρουσία του Javier Bardem σε ρόλο κακού, ο οποίος σίγουρα είναι ο καλύτερος υποχθόνιος αντίπαλος και των εικοσιτριών ταινιών Bond.
Η σκηνοθετική άποψη του Sam Mendes κι η φωτογραφία της συγκεκριμένης ταινίας, είναι καταπληκτικές, έχοντας επιτύχει να βρουν τη χρυσή τομή της σύγχρονης τεχνολογίας γραφικών και των παλιών καλών, λόγω της απλότητάς τους, εφέ.
Με δυο λόγια, συστήνεται ανεπιφύλακτα, στους λάτρεις της περιπέτειας δράσης, του James Bond, του Daniel Craig και του Javier Bardem, σημειώνοντας και τονίζοντας στους παλιούς θεατές, ότι μιλάμε για έναν σύγχρονο Bond κι όχι για μια φτηνή κόπια του Sean Connery.

Βαθμολογία: 4/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2012, βασισμένη στους χαρακτήρες του Ian Fleming, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και John Logan και σκηνοθεσία του Sam Mendes, διάρκειας 143 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Javier Bardem, Naomie Harris, Ralph Fiennes, Bérénice Marlohe, Ben Whishaw και Albert Finney.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

5 Νοεμβρίου 2012

(2008) Quantum of solace

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Quantum of solace


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig) φεύγει από την Lago di Garda και κατευθύνεται προς τη Siena της Ιταλίας με τον White (Jesper Christensen) στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Κατά την προσπάθεια ανάκρισής του, οι άνθρωποι της MI6 ανακαλύπτουν ότι η οργάνωση με την οποία σχετίζεται ο White, έχει ανθρώπους παντού, ακόμα και στην ίδια την MI6. Με τη βοήθεια του προσωπικού σωματοφύλακα της M (Judi Dench), o White προσπαθεί ν' αποδράσει. Όταν ο Bond σκοτώσει τον συνεργό του White και σωματοφύλακα της M, μέσω ενός χαρτονομίσματος στο πορτοφόλι του, θα βρεθεί στην Αϊτή. Εκεί θα φτάσει στον Dominic Greene (Mathieu Amalric), ένα μέλος της οργάνωσης που συνεργαζόταν ο White και που προτίθεται, τώρα, να βοηθήσει τον Στρατηγό Medrano (Joaquín Cosio) να επανακτήσει το αξίωμα του κυβερνήτη της Βολιβίας, σε αντάλλαγμα μιας έκτασης στην έρημο. Ο Bond έχοντας προσωπικές υποθέσεις να κλείσει, θ' ασχοληθεί με την οργάνωση και θα προσπαθήσει να φτάσει στο στόχο του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει τον αφορισμό του από την MI6.

Η κριτική

Καθώς το "Quantum of solace" αποτελεί την άμεση συνέχεια του "Casino Royale", το κατά πόσο θα σας αρέσει ή όχι η 22η ταινία της σειράς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εντύπωση που σας έκανε η πρώτη παραγωγή, με τον Daniel Craig σε ρόλο πρωταγωνιστή.
Σίγουρα, όμως, ακόμα κι αν σας άρεσε το "Casino Royale", αυτή η ταινία είναι πολύ κατώτερή της. Και πώς να μην είναι, όταν μέσα σε δυο μόλις χρόνια από την μεταφορά ενός, κατά τη γνώμη μου και συγκριτικά πάντα, καθαρά λογοτεχνικού μυθιστορήματος, οι σεναριογράφοι του αποπειρώνται να καλύψουν τα όποια κενά θεωρούν ότι αφήνει το τέλος της πρώτης ταινίας, μ' ένα δικό τους σενάριο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πλησιάσει τις ιστορίες του Fleming;
Αυτή η ταινία, με άλλα λόγια, βασιζόμενη στην τεράστια εισπρακτική επιτυχία του "Casino Royal", δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να τραβήξουν από τα μαλλιά τον τρόπο που ο Bond κατέληξε να γίνει ο γνωστός σε όλους μας πράκτορας 007 και να δώσουν στο κοινό αχρείαστες επεξηγήσεις, στοχεύοντας μόνο στο οικονομικό όφελος κι όχι στην δημιουργία μιας ταινίας που ν' αξίζει να μπει στο αρχείο των ταινιών Bond.
Ο James ακόμα, θυμίζει και δεν θυμίζει τον γνωστό πράκτορα. H προσωπική του ιστορία εκδίκησης, πάλι, ενδιαφέρει και δεν ενδιαφέρει τον θεατή και για να μην υπάρξει έντονη δυσαρέσκεια, οι τρύπες μπαλώνονται με την ιστορία της συμπρωταγωνίστριάς του, Camille (Olga Kurylenko), η οποία έχει κι ένα σοβαρό λόγο να γυρέψει εκδίκηση. Ο Bond πάλι, ψάχνει να εκδικηθεί στα τυφλά και βρίσκει τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν στο στόχο του, εκεί που εσύ έχεις ξεχάσει ότι για κάποιο λόγο θέλει να πάρει εκδίκηση για κάτι.
Βέβαια, ο Craig εδώ είναι λιγάκι πιο πιστευτός ως James Bond, η παρουσία της M είναι περισσότερο ουσιαστική και γνώριμη, περιέχονται πολιτικά και περιβαλλοντολογικά μηνύματα, οι γυναικείες παρουσίες είναι ταιριαστές και φυσικά την ταινία σώζει η αστείρευτη δράση, άνευ νοήματος, που υπάρχει σε στέρεο, υδάτινο κι εναέριο έδαφος, με τις διάφορες καταδιώξεις πεζή, σ' αυτοκίνητο, σε σκάφος κι αεροσκάφος, που δεν μπορούν ν' αφήσουν κανέναν παραπονεμένο.
Όντας περισσότερο μια περιπέτεια δράσης της σειράς, αν δεν σας άρεσε ή σας φάνηκε μέτριο το "Casino Royale" μην την προτιμήσετε. Αν πάλι, η προηγούμενή της, σας φάνηκε μια αποκάλυψη, δείτε την, αλλά να ξέρετε πως θα σας απογοητεύσει, συγκριτικά. Προσωπικά η πρώτη, δεν με ενθουσίασε και τη συγκεκριμένη έπρεπε να την ξαναδώ, όχι μόνο για να μπορέσω να γράψω την κριτική, αλλά γιατί μου φάνηκε τόσο αδιάφορη που δεν θυμόμουν ούτε μια σκηνή της... και συνέχιζα να μην την θυμάμαι όση ώρα την ξαναέβλεπα.

Βαθμολογία: 1,5/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2008, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και Paul Haggis και σκηνοθεσία του Marc Forster, διάρκειας 106 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Mathieu Amalric, Olga Kurylenko, Gemma Arterton, Jeffrey Wright, Giancarlo Giannini, Joaquín Cosio και Jesper Christensen.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

4 Νοεμβρίου 2012

(2006) Casino Royale

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Casino Royale


Η υπόθεση
Ο James Bond (Daniel Craig), εκτελώντας τον δεύτερο φόνο που χρειάζεται για να ανέβει κλίμακα ως πράκτορας, θα πάρει τον πολυπόθητο τίτλο 00. Στην πρώτη του αποστολή ως 007, ο Bond, θα βρεθεί στη Μαδαγασκάρη, όπου θα πρέπει, μέσω ενός βομβιστή που παρακολουθείται, ν' ανακαλύψει ένα ολόκληρο δίκτυο τρομοκρατίας, που κρύβεται από πίσω. Τα γεγονότα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως θα ήθελε η MI6, αλλά ο Bond καταφέρνει, πριν σκοτώσει τον βομβιστή και καταστρέψει την πρεσβεία της Nambutu, στην οποία καταφεύγει ο τρομοκράτης κάποια στιγμή στην καταδίωξη, να πάρει το κινητό του. Μέσω διαφόρων στοιχείων που θα συλλέξει στην πορεία, ο θρυλικός πράκτορας θα φτάσει στον Le Chiffre (Mads Mikkelsen), έναν τραπεζίτη που αναλαμβάνει τη φύλαξη των χρημάτων διεθνών τρομοκρατών. Ο Bond, με την βοήθεια της MI6, θα εισχωρήσει, ως αντικαταστάτης, σ' ένα παιχνίδι του Casino Royale και θα βάλει τα δυνατά του να μην επιτρέψει στον Le Chiffre να κερδίσει για λογαριασμό της τρομοκρατίας τα 150 εκατομμύρια που θα μαζευτούν στο παιχνίδι.

Η κριτική
Η κινηματογραφική μεταφορά του εισαγωγικού βιβλίου μιας σειράς μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον James Bond, σίγουρα δεν είναι μικρή κι εύκολη υπόθεση. Ο χαρακτήρας του Ian Fleming, έπρεπε ν' αναπαρασταθεί όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά κι η λογοτεχνική ατμόσφαιρα έπρεπε να περάσει μ' έναν ωραίο τρόπο στην μεγάλη οθόνη. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Ο Martin Campbell ξεκινά την ταινία του με μια ασπρόμαυρη εικόνα, που περνά άμεσα στον θεατή το μήνυμα του παλαιού. Η εναρκτήρια σκηνή, επίσης, που ο Bond παίρνει τον τίτλο του 00, δεν αφήνει περιθώρια στο κοινό να θεωρήσει ότι η συγκεκριμένη ταινία ακολουθεί τις προηγούμενες, παρά κάνει σαφές το γεγονός ότι είναι ένας πρόλογος όλων των ταινιών που έχουν, μέχρι στιγμής, προβληθεί.
Ο χαρακτήρας του Bond αρχίζει να διαγράφεται και να παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τον Bond των επόμενων ταινιών, που έχουν προηγηθεί χρονικά, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να ταυτιστεί, τουλάχιστον όχι μέχρι να τελειώσει η ταινία, με τον Bond που έχουμε ήδη γνωρίσει. Στη συγκεκριμένη ταινία, αυτό που ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του πράκτορα 007 κι όχι τόσο η σύλληψη του κακού κι η απόδοση δικαιοσύνης.
Σαν εγχείρημα, θεωρώ ότι δικαιολογημένα, τόσα χρόνια, κανείς δεν αποπειράθηκε ν' αγγίξει την συγκεκριμένη ιστορία και να την μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να την διακωμωδεί. Όμως όταν τα prequel γίνονται τις μόδας, ο James Bond δεν μπορεί να μείνει χωρίς την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου του βιβλίου. Έτσι λοιπόν, ξεκινά το πείραμα και το αποτέλεσμα, δυστυχώς, αποτυγχάνει.
Η ταινία, είναι φανερό ότι είναι βασισμένη σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο, καθώς οι πληροφορίες που μας δίνονται είναι τόσο μπερδεμένες κι οι έντονες σκηνές μάχης γίνονται χωρίς την ύπαρξη όπλων, αλλά πάνω σ' ένα τραπέζι, ποντάροντας. Επίσης, ο υπερβολικός χρόνος που αναλώνεται στην ανάπτυξη του ερωτικού δεσμού του Bond και της Vesper (Eva Green), δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε μια ταινία, αν δεν ήταν γνωστό ότι αυτή βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα.
Η εισαγωγή, παράλληλα, ενός νέου ηθοποιού στον ρόλο του θρυλικού 007, είναι ακόμα ένα στοιχείο που δυσκολεύει την ταινία να λειτουργήσει. Από τη μια είναι πιο εύκολο να παρουσιάσεις ένα prequel έχοντας ένα φρέσκο πρωταγωνιστή, από την άλλη, όμως, μήπως είναι πιο λογικό να έχεις φροντίσει να γίνει αποδεκτός στο ρόλο του από την κοινή γνώμη, όταν ξέρεις ότι το αντικείμενο που προσπαθείς να παρουσιάσεις είναι κατώτερο όσων έχουν ήδη δει το φως; Κι ο μόνος λόγος που το αναφέρω, είναι γιατί ο Craig, παρόλο που είναι πολύ καλός ηθοποιός, δεν πείθει για Bond, αλλά πώς να πείσει όταν ο ίδιος ο Bond δεν πείθει για Bond;
Αντίθετα, αν ξεγυμνώσεις την ταινία από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της και μείνεις μόνος με το σκελετό της, μπορείς να διακρίνεις το μεγαλείο του κειμένου που έκανε τον θρυλικό πράκτορα της MI6 να προηγείται της φήμης του. Μόνο που το κείμενο, είναι τόσο ατμοσφαιρικό, που οι μόνες σκηνές που ο θεατής μένει καθηλωμένος, είναι οι σκηνές στο τραπέζι του πόκερ. Από 'κεί κι έπειτα, μιλάμε για μια ικανοποιητική ταινία, με κάποιες ανατροπές, κάποιες καταστροφές, κάποιες γυναικείες παρουσίες, που αν δεν είχε το βιβλίο του Ian Fleming να τη στηρίζει, θα κάναμε λόγο για ένα πρώτο "Quantum of solace", ποιοτικά κι εισπρακτικά.
Σαν ταινία, σίγουρα δεν συγκαταλέγεται σ' αυτές που ένας θαυμαστής του Bond θα πρέπει να έχει στην ταινιοθήκη του. Όντας όμως ο θεμέλιος λίθος της σειράς, ένας φανατικός θαυμαστής του Άγγλου πράκτορα, δεν είναι δυνατόν να μην την έχει δει. Αν και προσωπικά, η προβολή της δεν μπορώ να πω πως μου προσέφερε κάτι, δεν γίνεται κιόλας να μην αναγνωρίσω ότι η προσπάθεια μεταφοράς της ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη, άσχετα από το αποτέλεσμα... το οποίο δεν χαρακτηρίζεται και κακό, αλλά όχι κι αντίστοιχο ενός Bond. Τελικό συμπέρασμα: Κάποια βιβλία δεν πρέπει ν' αγγίζονται και σίγουρα δεν πρέπει να συμπληρώνονται με ακόλουθες ταινίες, όπως έγινε με το "Casino Royale" και την συνέχειά του εν έτει 2008.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Βρετανική περιπέτεια κατασκοπείας του 2006, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίου του Ian Fleming, σε σενάριο των Neal Purvis, Robert Wade και Paul Haggis και σκηνοθεσία του Martin Campbell, διάρκειας 144 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Daniel Craig, Judi Dench, Mads Mikkelsen, Eva Green, Giancarlo Giannini, Jeffrey Wright, Simon Abkarian και Caterina Murino.

Οι σύνδεσμοι
Trailer 
Imdb 
Rotten Tomatoes 

(2012) Encardia: Η πέτρα που χορεύει

Πρωτότυπος τίτλος: Encardia: Η πέτρα που χορεύει
Αγγλικός τίτλος: Encardia: The dancing stone


Η υπόθεση
Με τη συνοδεία του συγκροτήματος "Encardia", πραγματοποιείται μια ξενάγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, κυρίως της Grecìa Salentina στην Νότια Puglia, στην γλώσσα, τον πολιτισμό και τις μουσικο-χορευτικές τους παραδόσεις.

Η κριτική
Οι "Encardia" είναι ένα συγκρότημα μ' έναν πολύ όμορφο κι ιδιαίτερο ήχο, άμεσα επηρεασμένο από τις μουσικές παραδόσεις των διαφόρων χωριών της Κάτω Ιταλίας κι ειδικότερα της Grecìa Salentina, στα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων έως το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μιλούσαν μ' ένα ελληνικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, γνωστό ως "Griko".
Σήμερα, το ιδίωμα αυτό, κοντεύει να εκλείψει, καθώς μιλιέται μονάχα από τους υπερήλικες κατοίκους των περιοχών αυτών και παρόλο που οι δάσκαλοι στα σχολεία ακόμα το διδάσκουν, δεν καταφέρνει να επιβιώσει, καθώς εκτός των σχολικών συγκροτημάτων, οι μαθητές σπάνια το εξασκούν για να το κάνουν κτήμα τους.
Έτσι λοιπόν, ο μόνος λόγος που η "Griko" δεν είναι ήδη μια νεκρή διάλεκτος, είναι τα διάφορα τραγούδια, αλλά κι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται ακόμα και σήμερα και βασίζονται σ' αυτήν. Αυτά, την κρατούν ακόμα ζωντανή. Μια γλώσσα των φτωχών γεωργών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έδαφος και παρόλο που οι σύγχρονοι Έλληνες κι Ιταλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την κατανοήσουν πλήρως, μέσω της μουσικής, μιλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Στο οδοιπορικό αυτό, στον θεατή δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει ανθρώπους που μιλούν ή μιλούσαν κάποτε το ιδίωμα των "Griko", ν' ακούσουν ειδήμονες να μιλούν για έναν πολιτισμό που κοντεύει να εκλείψει, αλλά και μέσω διαφόρων ντοκουμέντων κι αφηγήσεων να πάρει μια γεύση του πολιτισμού αυτού και να τον αγαπήσει.
Η μουσική, σ' αυτό το ντοκιμαντέρ, έχει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την αφορμή, αλλά και τον συνδετικό κρίκο του και μας εισάγει σιγά-σιγά σ' έναν κόσμο λίγο γνωστό ή ακόμα κι άγνωστο, εδώ στην Ελλάδα.
Τεχνικά βέβαια, κι αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της ταινίας, ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ που δίνει την αίσθηση ενός home-made video διακοπών, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιος αφηγητής να εξηγήσει τον ρόλο των ανθρώπων που μιλούν στην κάμερα ή τον επόμενο σταθμό της ταινίας και τον λόγο παραμονής στο συγκεκριμένο μέρος.
Στοχεύοντας περισσότερο στην αίσθηση που θέλει ν' αφήσει στο κοινό, ο σκηνοθέτης της, παραλείπει την σύνθεση μιας ιστορίας που λειτουργεί προοδευτικά κι εξηγεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται λοιπόν, είναι το ήδη εξοικειωμένο μ' αυτό το είδος μουσικής. Δεν απευθύνεται σε κάποιον που θα ήθελε να γνωρίσει τους "Encardia" ή τον πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας μέσω ενός ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ εύκολα χάνεται μέσα σ' ένα κράμα Griko, Ελληνικών, Ιταλικών, ειδικών και καθημερινών ανθρώπων.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Άγγελου Κοβότσου, διάρκειας 80 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τα μέλη του συγκροτήματος "Encardia".

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

2 Νοεμβρίου 2012

(2011) Η πόλη των παιδιών

Πρωτότυπος τίτλος: Η πόλη των παιδιών
Αγγλικός τίτλος: The city of children


Η υπόθεση
Σε μια πόλη που ταλανίζεται από κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, εξελίσσονται τέσσερις ιστορίες εγκύων. Η Nadine (Κίκα Γεωργίου) είναι μια ετοιμόγεννη Ιρακινή μετανάστης. Η Βάσω (Μαρία Τσιμά) κι ο Αντώνης (Γιώργος Ζιόβας) είναι ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας, μ' ένα έφηβο γιο. Η Ντίνα (Αννα Καλαϊτζίδου) κι ο Σπύρος (Λεωνίδας Κακούρης), προσπαθούν, με τη βοήθεια της Μαρίνας (Υρώ Λούπη), ν' αποκτήσουν ένα παιδί μ' εξωσωματική γονιμοποίηση. Και τέλος, η Λίζα (Ναταλία Καλημερατζή) θα ενημερώσει τον Φώτη (Βασίλης Μπισμπίκης) ότι περιμένει παιδί και της έχει περάσει απ' το μυαλό να το κρατήσει.

Η κριτική
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, ξεκινά με μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Friedrich Nietzsche, η οποία παρουσιάζει, σε λίγες μόνο λέξεις, τον κεντρικό άξονα στον οποίο κινούνται κι οι τέσσερις ιστορίες: "Στα άτομα η παραφροσύνη είναι κάτι σπάνιο. Στις εποχές είναι ο κανόνας."
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, έχοντας επιλέξει να τοποθετήσει την ιστορία του μέσα και γύρω από μια πόλη που βρίσκεται στα όρια της παράνοιας και με την παράλληλη απεικόνιση τεσσάρων ιστοριών με κεντρικό άξονα την παραγωγή μιας καινούργιας ζωής, δεν θα μπορούσε να έχει διαλέξει έναν πιο αντιπροσωπευτικό τίτλο για το έργο του.
Ο δημιουργός, όπως βλέπουμε, έχει επιλέξει με πολύ μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που συνθέτουν το δράμα του. Οι τέσσερις μυθοπλασίες καλύπτουν όλο το ηλικιακό φάσμα που μπορεί να συμμετάσχει στην δημιουργία μιας ζωής. Δυο ανώριμοι νεαροί γύρω στα 25 που ζουν επιπόλαια, μια γυναίκα κοντά στα 30 που πρόκειται να αποκτήσει ένα παιδί, ουσιαστικά μόνη της, ένα ζευγάρι κοντά στα 40 που ελπίζει σ' ένα θαύμα και δυο άνθρωποι σ' έναν διαλυμένο γάμο που τους δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξαναγίνουν γονείς. Ταυτόχρονα, όμως, οι χαρακτήρες καλύπτουν κι ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα που συναντά κανείς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Μετανάστες, χαμηλή κοινωνική τάξη, μεσοαστοί κι υψηλά αμειβόμενοι, όλοι φέρουν το προσωπικό τους δράμα.
Στο έργο, θα δούμε να παρεμβάλλονται πλάνα της πυκνοκατοικημένης πόλης, αλλά και διάφορες ραδιοφωνικές συνομιλίες ή εκπομπές, που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάπτωση της Ελλάδας. Σε πρώτο πλάνο, αυτά τα στοιχεία, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανείπωτη οργή που φέρουν οι ήρωες στις τρεις από τις τέσσερις ιστορίες που παρακολουθούμε και κάνει τους διάλογούς τους να φαίνονται επιτηδευμένοι κι ίσως σ' ένα βαθμό στυλιζαρισμένοι.
Η μόνη ιστορία που βλέπουμε να κυλά ομαλά και να δίνει την αίσθηση του φυσιολογικού, είναι η ιστορία της Nadine, της κοπέλας από το χαμηλότερο των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία αν και βρίσκεται εξ αρχής στην χειρότερη κατάσταση απ' όλους, είναι η μοναδική της οποίας ο ψυχισμός είναι σταθερός κι η ελπίδα κι η θέλησή της, ισχυρές. Ίσως γιατί για 'κείνη, που δεν καταλαβαίνει λέξη ελληνικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλες τις άλλες ιστορίες, ο θυμός σταδιακά εξωτερικεύεται και μαζί του τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους, δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα όμορφο δράμα που μιλά για μια χώρα που διανύει μια εποχή που όλα ρημάζονται, αλλά που η ελπίδα, παρόλα αυτά, δεν χάνεται. Παράλληλα, η κάθε ιστορία εξελίσσεται διαφορετικά, αφήνοντας το κοινό να επιλέξει αυτήν που του ταιριάζει καλύτερα.
Μια αξιόλογη ελληνική παραγωγή, με πολύ καλές ως άριστες ερμηνείες, που δείχνει ένα ρεαλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Προτείνεται σε όλους τους θαυμαστές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και στους σινεφίλ που αναζητούν καλές ελληνικές παραγωγές.

Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Ελληνικό δράμα του 2011, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Γκικαπέππα, διάρκειας 96 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Κίκα Γεωργίου, Ιωσήφ Πολυζωίδη, Μαρία Τσιμά, Γιώργο Ζιόβα, Μιχάλη Σαράντη, Αννα Καλαϊτζίδου, Λεωνίδα Κακούρη, Υρώ Λούπη, Ναταλία Καλημερατζή, Βασίλη Μπισμπίκη και Δημήτρη Κοτζιά.

Οι σύνδεσμοι
Imdb