19 Απριλίου 2013

(2012) Μπουτίκ για αυτόχειρες

Πρωτότυπος τίτλος: Le magasin des suicides
Αγγλικός τίτλος: The suicide shop


Η υπόθεση
Όταν οι άνθρωποι βουλιάζουν καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της κατάθλιψης και το μόνο πράγμα που μοιάζει λογικό είναι να θέσουν τέλος στην μίζερη ζωή τους, το μαγαζί της οικογένειας Tuvache βρίσκεται εκεί για να τους παρέχει, μέσα από μια πληθώρα προϊόντων, την πιο ταιριαστή μέθοδο αυτοκτονίας. Η ζωή της οικογένειας Tuvache κυλά ήρεμα, ως τη στιγμή που θα γεννηθεί το τρίτο τους παιδί, ο Alan (φωνή: Kacey Mottet Klein), ένα πλάσμα που δεν μπορεί να σταματήσει να είναι χαρούμενο και να χαμογελά. Όμως ο Alan, μεγαλώνοντας θ' αποδειχτεί "καταστροφή" για την οικογένεια, καθώς ξεφεύγει από τον απλό χαρακτηρισμό του "μαύρου προβάτου" και γίνεται άκρως επικίνδυνος, όταν επιχειρεί να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους γύρω του.

Η κριτική
Ο πρώτος και πιο περιεκτικός χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δώσει κάποιος στο νέο δημιούργημα του Patrice Leconte, είναι ότι πρόκειται για ένα "ελπιδοφόρο παραμύθι ενηλίκων". Όντας γαλλικό, ανεξάρτητο και καταθλιπτικά κωμικό, δεν θα πρέπει να παραξενέψουν οι συγκρίσεις με το προ τριετίας αριστούργημα του Sylvain Chomet "Ο θαυματοποιός", με το οποίο όμως πρακτικά ουδεμία ουσιαστική σχέση υφίσταται.
Ο διάσημος Παρισινός σκηνοθέτης Patrice Leconte, έχοντας διαβάσει το ιδιόμορφο και πραγματικά ενδιαφέρον βιβλίο του Jean Teulé, μαγεύεται από το θέμα του κι αποφασίζει να το μεταφέρει στο μεγάλο πανί. Θέλοντας όμως ν' αποφύγει να μεταφέρει παράλληλα και μια άκρως καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο μεσήλικας δημιουργός βρίσκει την χρυσή τομή στην αναπαράσταση σε κινούμενο σχέδιο, κάτι που από μόνο του αρκεί για να δημιουργήσει στον θεατή μια πιο ευχάριστη διάθεση.
Έτσι λοιπόν, με την χρήση μουντών χρωμάτων και την μόνιμη απεικόνιση θλιμμένων προσώπων, γίνεται μια πρώτη γνωριμία με τον καταθλιπτικό κι ανούσιο κόσμο των ηρώων μας, στον οποίο το μαγαζί της οικογένειας Tuvache δίνει την αίσθηση μιας όασης μέσα σε μια έρημο απελπισίας. Όσο παράλογη κι αν μοιάζει αρχικά στον θεατή η φυσικότητα με την οποία οι πρωταγωνιστές μας μιλούν για την αυτοκτονία, τόσο αβίαστα καταφέρνουν να συνηθίσουν την παράξενη, τρομακτικά οικεία όμως, κοινωνία του έργου και να νιώσουν κι οι ίδιοι, τρόπον τινά, μέλη αυτής.
Κατ' αρχήν, μετά την πρωτότυπη θεματολογία του έργου, αυτό που τραβά περισσότερο την προσοχή του κοινού είναι ο άκρως καυστικός σχολιασμός που ασκείται στις σημερινές κοινωνίες της αποξένωσης. Οι αυτοκτονίες, που αποτελούν δυστυχώς πολύ συχνό φαινόμενο στον δυτικό κόσμο, παρατηρούμε να τιμωρούνται με πρόστιμο εάν τελεστούν σε δημόσιους χώρους. Το γεγονός αυτό, κάνει το μαγαζί της οικογένειας Tuvache περιζήτητο, καθώς εκεί εκτός από τ' απαραίτητα σύνεργα, ο κάθε πελάτης έχει την ευκαιρία να βρει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα του, κάνοντας την τελευταία του αγορά την καλύτερη δυνατή. Βέβαια το γεγονός ότι ο Mishima Tuvache (φωνή: Bernard Alane) συναλλάσσεται με μελλοθάνατους, δεν καταφέρνει να σταθεί εμπόδιο στον "επαγγελματισμό" του, καθώς τα προϊόντα του, όταν το μαγαζί είναι κλειστό, πωλούνται πιο ακριβά απ' ό,τι σε ώρες καταστημάτων.
Κι ενώ η ζωή κυλά δυσάρεστα και φυσιολογικά, η Lucrèce (φωνή: Isabelle Spade) φέρνει στην ζωή το τρίτο παιδί της οικογενείας, το οποίο έχει χαραγμένο στο πρόσωπό του ένα επίφοβο χαμόγελο και μια αλλόκοτη διάθεση για ζωή. Όσο μεγαλώνει όμως ο Alan, τόσο πιο επικίνδυνος μοιάζει να γίνεται για την κακή ψυχική κατάσταση των γύρω του, αφού αρχίζει να επηρεάζει θετικά με τις πράξεις και τις κινήσεις του τα άτομα που συναναστρέφεται. Όταν δε, το παιδί δεν μπορεί πια να κλείνει τα μάτια στην μιζέρια του κόσμου κι αποφασίζει συνειδητά να κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι του για να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, αρχίζει το πραγματικό πρόβλημα.
Συμπεριλαμβάνοντας δυο χαρακτηριστικές σκηνές "πλατείας", που υποσυνείδητα θα φέρουν στο μυαλό τον σπουδαίο Jacques Tati κι αρκετά τραγούδια που θυμίζουν λίγο Tim Burton, o Leconte, παρουσιάζει μια ταινία με υπέροχη θεματολογία που καταφέρνει να τέρψει το κοινό της, όχι όμως να το ξετρελάνει όπως αναμένεται. Το ατόπημα ίσως να είναι η εμφανής ανάγκη να γίνει ένα έργο περισσότερο εμπορικό και λιγότερο ανεξάρτητο, ίσως όμως να φταίει και το γεγονός ότι σεναριακά, η "Μπουτίκ για αυτόχειρες" ατονεί σε αρκετά σημεία της. Παρόλα αυτά, αν το θέμα σας έλκει το ενδιαφέρον, δεν παύει να είναι μια ευχάριστη πρόταση για την έξοδό σας.

Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Γαλλική μαύρη κωμωδία κινουμένων σχεδίων του 2012, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Jean Teulé, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Patrice Leconte, διάρκειας 79 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές τους Kacey Mottet Klein, Bernard Alane, Isabelle Spade, Isabelle Giami και Laurent Gendron.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

11 Απριλίου 2013

(2012) ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο

Πρωτότυπος τίτλος: ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο
Αγγλικός τίτλος: METAXA: Listening to time


Η υπόθεση
Από το 1967 στο ειδικό αντικαρκινικό νοσοκομείο Πειραιά ΜΕΤΑΞΑ, παράγεται έργο για την αντιμετώπιση σοβαρών ογκολογικών παθήσεων. Εκτός από την πολυετή δράση του στον τομέα της ογκολογίας όμως, το "ΜΕΤΑΞΑ" έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: Σ' ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού του νοσοκομείου έχει κάποια στιγμή διαγνωσθεί κάποιου είδους ογκολογικής πάθησης. Μπροστά στον κινηματογραφικό φακό λοιπόν, μέλη κι απλοί ασθενείς του νοσοκομείου, καταθέτουν την δική τους προσωπική εμπειρία με την συνεχώς αυξανόμενη ασθένεια του "καρκίνου".

Η κριτική
Ο "καρκίνος" είναι μια ασθένεια που, τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζει ραγδαία αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να διαπιστωθεί επιστημονικά ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγμή στην ζωή τους αντιμέτωποι με κάποια ογκολογική πάθηση, τα αίτια κι η θεραπεία του φαινομένου αυτού αποτελούν ένα από τα κυριότερα ζητήματα της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας, καθώς ο "καρκίνος" αποτελεί, μετά τις καρδιοπάθειες, την δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου.
Καθώς λοιπόν η ασθένεια αυτή εισβάλλει, δυστυχώς, στις ζωές διαρκώς περισσότερων ανθρώπων, δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη να γνωστοποιηθούν στους πολίτες της κάθε ανεπτυγμένης χώρας περισσότερες πληροφορίες που αφορούν στην συγκεκριμένη πάθηση. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό δε, είναι μέσω ενός ντοκιμαντέρ που δεν αρκείται στην ακατανόητη επιστημονική ανάλυση της αρρώστιας και των πιθανοτήτων που έχει ο κάθε ασθενής να την αντιμετωπίσει και να την νικήσει, αλλά που μιλά ανθρώπινα, κατανοητά και σε προσωπικό επίπεδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση περισσότερο ως βοηθητικό μηχανισμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια πληρέστερη και ρεαλιστκότερη απεικόνιση του θέματος.
Έτσι λοιπόν, ο Σταύρος Ψυλλάκης, χρησιμοποιώντας σαν βάση του το αντικαρκινικό νοσοκομείο ΜΕΤΑΞΑ, συλλέγει μαρτυρίες από άτομα που αποτελούν το προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά έχουν παράλληλα βρεθεί στην καρέκλα του ασθενούς, όπως κι από απλούς ασθενείς. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ βέβαια, και ταυτόχρονα το στοιχείο που το κάνει να ξεχωρίσει σε σύγκριση μ' άλλα έργα παρόμοιας θεματολογίας, είναι το γεγονός ότι κατ' αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να παρουσιάσει τους ανθρώπους πίσω από τη μάσκα του γιατρού/σωτήρα που όπως όλοι οι θνητοί διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από κάποια μορφή "καρκίνου".
Κύριος στόχος του "ΜΕΤΑΞΑ: Ακούγοντας το χρόνο", μοιάζει αφενός να είναι η απομυθοποίηση αυτής της ασθένειας κι η προτροπή του κάθε θεατή χωριστά να μην εξαιρεί τον εαυτό του και τους γύρω του από την πιθανότητα ν' αντιμετωπίσουν κι οι ίδιοι κάποια στιγμή ένα πρόβλημα τέτοιου είδους. Αφετέρου όμως, δίνοντας την ευκαιρία σε άτομα που έχουν κοιτάξει κατάματα τον θάνατο κι έχουν ταυτόχρονα και τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να εκτιμήσουν οι ίδιοι το μέγεθος του προβλήματός τους, δίνεται ένα μάθημα ζωής σε όλους τους θεατές. Οι εικόνες της θάλασσας, που έχει την ικανότητα να ηρεμεί όποιον την κοιτάει, αλλά και της ώρας που περνάει όσο οι άνθρωποι αναλώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε άσκοπα ζητήματα, είναι δυο από τα ομορφότερα πλάνα που επαναλαμβάνονται στην ταινία.
Δεν γνωρίζω αν επιτρέπεται να χαρακτηρίσει κανείς ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία καλό ή όμορφο, όμως σίγουρα αυτό το ντοκιμαντέρ του Ψυλλάκη καταφέρνει να συγκινήσει, να μιλήσει επί της ουσίας και ν' αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ζωής, κάτι, που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς, κάποια στιγμή χάνουμε μέσα στην ταχύτητα της καθημερινότητάς μας.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικο ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη, διάρκειας 87 λεπτών.

Οι σύνδεσμοι

(2012) Ένα βήμα μπροστά

Πρωτότυπος τίτλος: Ένα βήμα μπροστά
Αγγλικός τίτλος: One step ahead


Η υπόθεση
Ο Γιάννης Μπουτάρης, στις δημοτικές εκλογές του 2010, θέτει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για τη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και, παρά τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του και την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές. Την περίοδο των δέκα τελευταίων εβδομάδων πριν τις δημοτικές εκλογές, η κάμερα ακολουθεί τον υποψήφιο δήμαρχο και καταγράφει, κατά κύριο λόγο, την προεκλογική του εκστρατεία, αλλά και ιδιωτικές του στιγμές.

Η κριτική
Ο Γιάννης Μπουτάρης αποτελεί μια εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και μια μια αρκετά ιδιόμορφη παρουσία του εγχώριου πολιτικού. Έχοντας αναλάβει σε νεαρή ηλικία την οικογενειακή οινοπαραγωγική επιχείρηση, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα, σε εφηβική ηλικία γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα την μέλλουσα γυναίκα του, Αθηνά, με την οποία θ' αποκτήσει 3 παιδιά. Τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να φλερτάρει με τον αλκοολισμό, απ' τον οποίο καταφέρνει ν' απεξαρτηθεί το 1991.
Έκτοτε ο Μπουτάρης έχει συμβάλλει ενεργά σε διάφορες περιβαλλοντικές οργανώσεις, χωρίς να έχει πάψει να λαμβάνει τιμητικά βραβεία για την επιχειρηματική του δράση. Το 2006, κατεβαίνει για πρώτη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, συγκεντρώνοντας το 16% των ψήφων και το 2010, σε ηλικία 68 ετών, καταφέρνει να εκλεγεί στο πολιτικό αξίωμα, έχοντας την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη ανατροπή ενός χρόνιου διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος.
Η ιδιαιτερότητα του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης, είναι ότι δεν ανήκει στον πολιτικό χώρο, δεν γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια κι αρνείται, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, να ενστερνιστεί την "πρέπουσα" συμπεριφορά των πολιτικών προσώπων. Έτσι κατά την διάρκεια της προσπάθειάς του να πείσει τους ψηφοφόρους να τον εμπιστευτούν, δεν προβάλλει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Δεν προσπαθεί να κρύψει την απεξάρτησή του από τον αλκοολισμό, δεν διστάζει να πει, χάριν αστεϊσμού, ότι ίσως θα έπρεπε να υπάρξει ζώνη πορνό σε κρατικό κανάλι, να αποκαλέσει "μουτζαχεντίν" τον Αρχιεπίσκοπο και ν' αναπτύξει το επιχειρηματικό του όραμα για τον δήμο, που περιλαμβάνει εντός των άλλων και την εκμετάλλευση διαφόρων μνημείων της βυζαντινής περιόδου.
Όπως είναι λογικό λοιπόν, ο αέρας ανανέωσης που φέρνει μαζί του ο Γιάννης Μπουτάρης, μαζί με τους υποστηρικτές του, σηκώνει και θύελλα αντιδράσεων από τους πιο συντηρητικούς πολίτες, οι οποίοι είναι κι αυτοί που χαρακτηρίζουν τον νομό της συμπρωτεύουσας. Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του 2010 μετατρέπονται σε θρίλερ, καθώς τα ποσοστά Μπουτάρη-Γκιουλέκα συνεχώς μεταβάλλονται, καθιστώντας αδύνατη την οποιαδήποτε προσπάθεια πρόβλεψης του αποτελέσματος.
Τοιουτοτρόπως, μέσω της κινηματογράφησης των τελευταίων δέκα εβδομάδων του προεκλογικού αγώνα του Γιάννη Μπουτάρη, επιτυγχάνεται ταυτόχρονα, η ανάδειξη ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο χρίζει ενός ανανεωτικού αέρα για να ξεκινήσει ν' αναπνέει, αλλά και της προσωπογραφίας ενός ικανότατου και καταξιωμένου Έλληνα οραματιστή, ο οποίος φαίνεται να έχει τα μέσα και τη διάθεση να αναπλάσει τον δήμο όπου γεννήθηκε.
Με την παρεμβολή σκηνών από την προσωπική ζωή του, αλλά και την προβολή βίντεο από το αρχείο της οικογένειας Μπουτάρη, το πορτραίτο του πολιτευόμενου Γιάννη αναπτύσσεται με μεγάλη πληρότητα και μέσω ενός πολύ όμορφου τρόπου, παρόλο που χρονικά το κομμάτι αυτό καλύπτει μόνο το 1/4-1/3 του συνολικού φιλμ. Το ατόπημα όμως είναι ένα: Εφόσον δεν είναι μια καθαρή προσωπογραφία, αλλά εμπεριέχει, αν δεν εστιάζει κατά κύριο λόγο στην ανάδειξή της, την ισχύουσα κατάσταση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, μήπως ο δημιουργός της θα έπρεπε να επιλέξει να προβάλλει την ταινία του αφού έχει ολοκληρωθεί, έστω η πρώτη, αν λάβουμε υπόψιν την πιθανότητα επανεκλογής, θητεία του νυν δημάρχου, για να μην εκληφθεί από κάποιους ως μια προσπάθεια αγιογραφίας του συγκεκριμένου προσώπου;

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ελληνικό ντοκιμαντέρ του 2012, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δημήτρη Αθυρίδη, διάρκειας 126 λεπτών, με βασικό πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπουτάρη.

Οι σύνδεσμοι

4 Απριλίου 2013

(2013) Ξέχασέ το!

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Admission


Η υπόθεση
H Portia (Tina Fey) εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Princeton, στο τμήμα που εξετάζει τις αιτήσεις όσων επιθυμούν να εισαχθούν στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Τα πάντα γύρω της βρίσκονται υπό απόλυτο έλεγχό κι η ζωή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γραφική. Κάποια στιγμή όμως, θα συναντήσει τον John (Paul Rudd), έναν παλιό συμφοιτητή της, ο οποίος αγαπά τα ταξίδια, ζει απρόβλεπτα την κάθε στιγμή και μετά τον θάνατο της καλύτερής του φίλης, έχει αναλάβει την κηδεμονία του γιου της. Όταν βέβαια ο John βάλει στην Portia την υποψία ότι ένας συμμαθητής του θετού γιου του, ο Jeremiah (Nat Wolff), μπορεί να είναι το παιδί που είχε φέρει στην ζωή στα φοιτητικά της χρόνια και που στην συνέχεια έδωσε για υιοθεσία, τότε το καλά κρυμμένο μητρικό της ένστικτο ξυπνά, η ζωή της αναστατώνεται και κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τον Jeremiah να γίνει δεκτός στο Princeton.

Η κριτική
Το "Ξέχασέ το!" είναι ακόμα μια από τις πολλές αμερικάνικες παραγωγές που ανεξάρτητα από το παγκόσμιο κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, συνεχίζουν και βλέπουν το φως της κινηματογραφικής αίθουσας, καθώς καταφέρνουν να τονώσουν την ψυχολογία του κοινού τους, το οποίο αποτελείται συνήθως από γυναίκες, αφήνοντάς μια γλυκιά κι αισιόδοξη αίσθηση για την ζωή.
Την ιστορία απαρτίζουν η ανεξάρτητη κι απόλυτα συγκροτημένη σύγχρονη γυναίκα, Portia, η οποία βέβαια έχει καταλήξει να υιοθετήσει την συγκεκριμένη στάση απέναντι στην ζωή λόγω διαφόρων τραυματικών εμπειριών που έχει υποστεί σε νεαρότερη ηλικία, κι ο ανοιχτός σε νέα ερεθίσματα John, ο οποίος θ' αποτελέσει την αφορμή για την ριζική αλλαγή του τρόπου που αντιμετωπίζει κάποιες καταστάσεις η πρωταγωνίστρια.
Σε δεύτερο επίπεδο, πρωταρχικής όμως σημασίας, θίγεται το ζήτημα της μητρότητας, που ολοένα και περισσότερες γυναίκες καριέρας, αποποιούνται, έχοντας πείσει τους εαυτούς τους ότι είναι ακατάλληλες για να αναλάβουν τον συγκεκριμένο ρόλο. Από την μια στιγμή στην άλλη λοιπόν, η Portia βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν γιο που ποτέ της δεν πίστευε ότι θα μπορούσε ν' αναθρέψει σωστά, αλλά που καταλήγει ν' αγαπήσει με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που την ωθεί να λειτουργήσει πρώτα ως μητέρα κι έπειτα ως χειραφετημένη γυναίκα καριέρας.
Παράλληλα δε, δίνεται έμφαση και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια τους υποψήφιους σπουδαστές τους. Δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα ιδρύματα λειτουργούν με βάση την καθαρή λογική, χρησιμοποιώντας ως μπούσουλα για την επιλογή τους, μια λίστα χαρακτηριστικών κι αφήνοντας στην άκρη το κατά πόσο τα βιογραφικά που εξετάζουν αντικατοπτρίζουν την δίψα για μάθηση των υποψηφίων, τα κρυφά τους ταλέντα ή την επιθυμία τους να φοιτήσουν αποκλειστικά στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, γίνεται μια νύξη στην αδικία που υφίστανται κάποια από τα παιδιά που έχουν ικανότητες πολύ ανώτερες απ' όσες χωράει ένα έντυπο.  
Σεναριακά, λίγο ή πολύ, η εξέλιξη της ιστορίας είναι προβλέψιμη κι η σκηνοθεσία της είναι ανάλογη μιας ανάλαφρης αμερικάνικης κομεντί. Στους ηθοποιούς της επίσης δεν δίνεται η ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, καθώς οι ρόλοι τους έχουν ελάχιστες απαιτήσεις, στις οποίες, όπως είναι φυσικό, ανταπεξέρχονται κάτι περισσότερο από καλά.
Με δυο λόγια λοιπόν, αν αυτό που ζητάτε είναι μια ταινία που θα σας χαλαρώσει και θα σας διασκεδάσει, χωρίς να ξεφεύγει από τα χολιγουντιανά κλισέ, τότε το "Ξέχασέ το!" αποτελεί την ιδανική πρόταση για μια ευχάριστη έξοδο.


Βαθμολογία: 2,5/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη κομεντί του 2013, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Jean Hanff Korelitz, σε σενάριο της Karen Croner και σκηνοθεσία του Paul Weitz, διάρκειας 107 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Tina Fey, Paul Rudd, Nat Wolff, Travaris Spears, Lily Tomlin, Gloria Reuben και Michael Sheen.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

3 Απριλίου 2013

(2011) Hasta la vista

Πρωτότυπος τίτλος: Hasta la vista
Αγγλικός τίτλος: Come as you are


Η υπόθεση
Τρεις 20χρονοι φίλοι, όλοι τους άτομα με ειδικές ανάγκες, παίρνουν την εξωφρενική απόφαση να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στην Ισπανία, προκειμένου να συνευρεθούν για πρώτη φορά στην ζωή τους με το αντίθετο φύλο. Το ταξίδι τους όμως, δεν ξεκινά, ούτε και συνεχίζει όπως το είχανε προσχεδιάσει.

Η κριτική
Ο Βέλγος Geoffrey Enthoven, το ίδιο έτος που προβαλλόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες το γαλλικό αριστούργημα "Άθικτοι", δημιουργεί μια ταινία με παρόμοια θεματολογία, στην οποία πραγματεύεται από μια πολύ διαφορετική οπτική, το δικαίωμα που έχουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην ζωή.
Βασιζόμενος σε πραγματική ιστορία και επικεντρώνοντας το έργο του περισσότερο στο δραματικό στοιχείο, το οποίο φροντίζει να διανθίσει με κάποιες κωμικές καταστάσεις όπου εμπλέκονται οι ήρωές του, ο Enthoven, συστήνει μια σινεφίλ δραματική κωμωδία που ερευνά, εκτός από το προφανές πρόβλημα της αναπηρίας, τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου ν' απογαλακτιστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και να ζήσει την ζωή του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.
Έτσι, μια απολύτως φυσική ανάγκη τριών νέων ανδρών κι η κάρτα ενός πορνείου που ειδικεύεται στα άτομα με αναπηρία, θ' αποτελέσουν την αφορμή για ένα κωμικο-τραγικό ταξίδι, κατά τ' οποίο ζητούμενο είναι η εκπλήρωση ενός σημαντικού ονείρου τους. Επίσης, η απειλή του αναπόφευκτου θανάτου ενός εκ των πρωταγωνιστών, συμβάλλει δραστικά στην επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιηθεί άμεσα αυτό το ταξίδι, παρά την απαγόρευση της κοινής λογικής. Μπορεί βέβαια, η κατάληξη της ιστορίας να μην εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης, καθώς η έκβασή της είναι από λίγο έως πολύ προβλέψιμη, όμως τα μηνύματα που καταφέρνει να περάσει μέσα από αυτήν, εκφράζουν απόλυτα την πραγματικότητα και την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.
Οι τρεις ήρωες εκπροσωπούμενοι από τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς, ψυχογραφούνται μ' έναν πολύ όμορφο τρόπο, που αφήνει την κάθε ατομικότητα να διαγραφεί ξεχωριστά, αλλά που παράλληλα προωθεί και την εικόνα μιας ενιαίας παρέας νεαρών αντρών. Παράλληλα όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ο χαρακτήρας της οδηγού των τριών φίλων, αυτός της μεσήλικης Claude (Isabelle de Hertogh), η οποία έχοντας το δικό της βεβαρυμένο παρελθόν, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να βοηθήσει τους τρεις φίλους μας να εκπληρώσουν τον στόχο τους. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσία της, δίνει την δυνατότητα στον δημιουργό να εισάγει και το στοιχείο της Βαβέλ, καθώς η Claude, σε αντίθεση με τους Φλαμανδούς πρωταγωνιστές, ανήκει στους γαλλόφωνους κατοίκους του Βελγίου.
Αν λοιπόν ανήκετε στο σινεφίλ κοινό κι αυτή η ιδιότυπη κωμικο-τραγική ιστορία σας μοιάζει ενδιαφέρουσα, τότε σίγουρα θα βρείτε το αποτέλεσμα αξιοπρεπές. Χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με τους υπέροχους "Άθικτους", αλλά ούτε και με τα μεταγενέστερα "Μαθήματα ενηλικίωσης", το "Hasta la vista" είναι μια όμορφη κι αισιόδοξη ιστορία τριών ανάπηρων ατόμων που πραγματοποιούν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.

Βαθμολογία: 2/5

Τα σχετικά
Βελγικο δράμα του 2011, βασισμένο σε ιδέα του Asta Philpot κι ιστορία του Mariano Vanhoof, σε σενάριο του Pierre De Clercq και σκηνοθεσία του Geoffrey Enthoven, διάρκειας 115 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Robrecht Vanden Thoren, Gilles De Schrijver, Tom Audenaert και Isabelle de Hertogh.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

(2013) Τζακ ο κυνηγός γιγάντων

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Jack the giant slayer


Η υπόθεση
Σε παιδική ηλικία ο Jack (Nicholas Hoult) διδάσκεται την ιστορία των θρυλικών γιγάντων, χωρίς όμως να ξέρει με σιγουριά αν όλα αυτά ήταν κάποτε αληθινά. Δέκα χρόνια αργότερα, ένας μοναχός θα δώσει στον Jack, ως αντάλλαγμα για το άλογό του, ένα πουγκί μαγικά φασόλια, τα οποία θα τον προειδοποιήσει να μην τ' αφήσει να βραχούν. Ένα από τα φασόλια αυτά όμως θα γλυστρήσει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού του και το ίδιο βράδυ, όταν στο σπίτι του Jack θα βρει καταφύγιο από τη βροχή η νεαρή πριγκίπισσα Isabelle (Eleanor Tomlinson), το φασόλι αυτό θα βραχεί κι η μαγική φασολία θα φυτρώσει, παρασέρνοντας την πριγκίπισσα στην χώρα των γιγάντων. Τώρα ο Jack, μαζί με μια βασιλική συνοδεία θα ξεκινήσει για την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του.

Η κριτική
Από τον σκηνοθέτη του "X-men", Bryan Singer, έρχεται μια μαγευτική παραλλαγή της κλασικής ιστορίας του μικρού Jack και της φασολιάς που έδωσε την ευκαιρία στον μικρό μας φίλο να επισκεφτεί τον κόσμο των ανθρωποφάγων γιγάντων και να πλουτίσει απ' τους θησαυρούς τους, γλυτώνοντας τελευταία στιγμή από την καταστροφή τον κόσμο των θνητών, καθώς κόβει την φασολιά πριν προλάβουν να κατέβουν απ' αυτήν τα γιγάντια τέρατα.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν τον μύθο κι εμπλουτίζοντας την ιστορία με διάφορα στοιχεία που κάνουν το έργο να κινείται σε πιο μοντέρνους ρυθμούς, ο Αμερικανός δημιουργός, καταφέρνει να συνθέσει μια περιπέτεια που ελάχιστα θυμίζει την κλασική ιστορία του Jack και που απευθύνεται περισσότερο στους λάτρεις των περιπετειών μυθοπλασίας που βασίζονται στον εντυπωσιασμό μέσω καλοφτιαγμένων γραφικών.
Οι κύριες διαφορές που παρατηρούμε εδώ, είναι ότι τον Jack δεν τον γνωρίζουμε ως αγόρι, αλλά ως έναν έφηβο νέο που του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα θρυλικά πλάσματα, για τα οποία διάβαζε ιστορίες ως παιδί. Παράλληλα, εκτός από την ηλικιακή διαφορά, στην συγκεκριμένη εκδοχή του παιδικού παραμυθιού, κυρίαρχο ρόλο παίζει και το στοιχείο του απαγορευμένου έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο νέους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, αλλά κι η διαφθορά του βασιλικού περίγυρου κι αυτών που εποφθαλμιούν την εξουσία. Ταυτόχρονα όμως, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η διαφορετική τροπή της ιστορίας, η οποία σπάει την δράση σε δυο μέρη.
Αφενός, όπως είναι αναμενόμενο, στο πρώτο κομμάτι η δράση αναπτύσσεται με βάση τις οδηγίες του παραμυθιού. Έπειτα όμως από το θεωρητικά αίσιο τέλος που θα μπορούσε να έχει λάβει η ιστορία, έπεται κι ένα δεύτερο μέρος, στο οποίο η ροή των γεγονότων είναι πιο γρήγορη, τα γραφικά εντυπωσιακότερα και στο οποίο δίνεται η ευκαιρία στους πρωταγωνιστές ν' αποδείξουν ότι παρά τους κοινωνικούς θεσμούς που καθορίζουν τα όρια της κάθε τάξης, οι δυνατότητές του καθενός, μπορούν να του επιτρέψουν να φτάσει πολύ ψηλότερα απ' ό,τι ορίζουν οι κανόνες.
Ωστόσο, παρά τα διδακτικά στοιχεία που προβάλλει μέσω της δικής του εκδοχής ο Singer, η ταινία δεν παύει να απευθύνεται κυρίως στους φανατικούς των ταινιών φαντασίας, καθώς κατά κύριο λόγο σ' αυτό το κομμάτι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση. Όπως κάθε ταινία του είδους επίσης, που σέβεται τον εαυτό της, η χρήση της τεχνολογίας 3D είναι εξαιρετικά προσεγμένη και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί από αξιοπρεπέστατο ως εξαιρετικό. Έτσι, χωρίς να μιλάμε για μια ταινία που κάνει την διαφορά, το σίγουρο είναι ότι οι λάτρεις των ταινιών φαντασίας σίγουρα θα την απολαύσουν.


Βαθμολογία: 3/5

Τα σχετικά
Αμερικάνικη περιπέτεια μυθοπλασίας του 2013, βασισμένη σε ιστορία των Darren Lemke και David Dobkin, σε σενάριο των Darren Lemke, Christopher McQuarrie και Dan Studney και σκηνοθεσία του Bryan Singer, διάρκειας 114 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Nicholas Hoult, Eleanor Tomlinson, Ewan McGregor, Stanley Tucci, Eddie Marsan, Ewen Bremner, Ian McShane και Christopher Fairbank.

Οι σύνδεσμοι
Imdb 

27 Μαρτίου 2013

(2013) Stoker

Πρωτότυπος/Αγγλικός τίτλος: Stoker


Η υπόθεση
Μετά τον θάνατο του πατέρα της India (Mia Wasikowska), την ήρεμη ζωή της ίδιας και της μητέρας της, Evelyn (Nicole Kidman), θα ταράξει ο ξαφνικός ερχομός του άγνωστου αδελφού του αποθανόντα. Χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον θείο Charles (Matthew Goode), η Evelyn ανοίγει πρόσχαρα τις πόρτες του σπιτιού της για να υποδεχτεί το άγνωστο μέλος της οικογενείας. Η India όμως καταλαβαίνει ότι ο γοητευτικός αυτός άνδρας πίσω από το ευγενικό του χαμόγελο κρύβει πολλά κι επικίνδυνα μυστικά.

Η κριτική
Ο εκπληκτικός Chan-wook Park, ο δημιουργός του σκληρού, αλλά αριστουργηματικού "Oldboy", πραγματοποιεί την επιστροφή του στο κινηματογραφικό στερέωμα μ' ένα μεγάλου μήκους, αγγλόφωνο αυτή τη φορά θρίλερ, το οποίο καταφέρνει να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα έργα της κατηγορίας του.
Έχοντας κατ' αρχάς ένα αρκετά καλογραμμένο σενάριο, το οποίο επιτρέπει στον σκηνοθέτη του να ξεδιπλώσει το αστείρευτο ταλέντο του κι ένα επιτελείο ηθοποιών που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό, ο Chan-wook Park κατορθώνει γι' ακόμα μια φορά να μεγαλουργήσει. Με την ιδιαίτερη σκηνοθεσία του και τις εκπληκτικές ερμηνείες που την συνοδεύουν, δεν αργεί να κερδίσει τις εντυπώσεις και το ενδιαφέρον του θεατή του, ο οποίος κουρασμένος πια από την συνεχή ανακύκλωση των κοινότυπων θρίλερ, επιζητά το διαφορετικό.
Κάνοντας χρήση εναλλασσόμενων εικόνων, που συμπληρώνουν η μια την άλλη μ' αξιοζήλευτο τρόπο, καθώς στοχεύουν στην αφύπνιση των αισθήσεων και τοιουτοτρόπως στην δημιουργία μιας άκρως ερωτικής και φοβικής ατμόσφαιρας, στην οποία αναπτύσσεται σχεδόν συνοδευτικά η ιστορία, ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός δίνει στο έργο του μια παιχνιδιάρικη χροιά, άκρως ενδιαφέρουσα και σαδιστική την ίδια στιγμή. Η ολοκλήρωση των εικόνων αυτών δε, επιτυγχάνεται με την κατάλληλη μουσική επένδυση, η οποία εντείνει το φοβικό συναίσθημα και ταυτόχρονα οδηγεί τις σκηνές αυτές σε κορύφωση, βοηθώντας έτσι στην πληρέστερη κατανόησή τους, αλλά και σε ευρύτερη αποδοχή του έργου του.
Επίσης, η συνεχής παρεμβολή στοιχείων που παραπέμπουν στην παιδική ηλικία κι αναδεικνύουν την αθώα φύση των διαταραγμένων ηρώων του, προσδίδουν στο έργο μια ακόμα μεγαλύτερη δόση διαστροφής, καθώς η βιαιότητα εκλογικεύεται και παρουσιάζεται ως ενστικτώδης αντίδραση, μοιάζοντας ακόμα τρομακτικότερη στον μέσο θεατή. Παράλληλα δε, η χρήση έντονων χρωμάτων που κατά διαστήματα σπάει την γενικότερη χρωματική μονοτονία, κάνει τον θεατή να προσέξει περισσότερο την εικόνα και τον ωθεί να συγκρατήσει αρκετές σκηνές του έργου ως φωτογραφίες.
Με την Nicole Kidman λοιπόν να επιστρέφει, σ' έναν πολύ απαιτητικό δεύτερο γυναικείο ρόλο και τους νεαρούς Mia Wasikowska και Matthew Goode να κερδίζουν γι' ακόμα μια φορά τις εντυπώσεις, ο Chan-wook Park συστήνει ένα αισθητικό κομψοτέχνημα, που θα λατρέψει το κοινό των ψυχολογικών θρίλερ.

Βαθμολογία: 3,5/5

Τα σχετικά
Ψυχολογικό θρίλερ του 2013, σε σενάριο των Wentworth Miller και Erin Cressida Wilson και σκηνοθεσία του Chan-wook Park, διάρκειας 99 λεπτών, με βασικούς πρωταγωνιστές, τους Mia Wasikowska, Matthew Goode, Nicole Kidman, Jacki Weaver και Alden Ehrenreich.

Οι σύνδεσμοι
Imdb